Wolfgang Hilbig, Ποιήματα
Wolfgang Hilbig, Ποιήματα

ποίημα
ένα μόριο ποίησης
είναι ένα αυτοτελές υποκείμενο
ένας σβώλος μεγέθους γροθιάς το πολύ
αισθητό ή μικρότερο όσο ένα άτομο
συχνά χορτάτο απ΄ τις μυρωδιές κάποτε
με συναίσθημα
ή αποστειρωμένο
άοσμο άγευστο ανεπαίσθητο
φτιαγμένο πάντα δηλαδή
από ανθρώπινο υλικό
ανώνυμο
ο γράφων είναι άχρηστος πια
πότε πότε ένα ελαφρύ φορτίο σκόνης
πότε πότε ένας ελαφρύς πόθος σπέρματος
πότε πότε λουλούδι χλόης άχαρο
ακατανόητος και επομένως
ανυπόφορος
*
δεν καταλαβαίνω
δεν είδα τους νεκρούς
με πρόσωπα μελανιασμένα σε σχοινιά κρεμασμένους
με πράσινες κοιλιές να βολοδέρνουν μες στα φύκια
χτυπημένους στα πεδία των μαχών
είδα όσους πέθαναν στο σπίτι
στο κρεβάτι
δεν καταλαβαίνω
την τρομακτική αγαλλίαση
των προσώπων τους
*
λεπτά και πιθανότητες
βλέπω τις γυναίκες να αγαπιούνται από το χρήμα
τους άντρες ρημαγμένους από την εστία των σπιτιών
και θυμάμαι
την άμμο
η παραλία ως τ΄αστέρια η κατασκήνωση στην ανηφοριά
το πέλαγο τα ερυθροέλατα πίσω από τον αμμόλοφο
λιγνά στο νυχτερινό άνεμο προφυλαγμένα από τον ήλιο
δεν ξέρω πως αγαπά κανείς πως μισεί
χωρίς μυαλό ή χωρίς καρδιά ή και με τα δυο και στα δυο
ούτε και τί προξένησε αυτή τη μέθη
μόνο ένα μπουκάλι ρούμι δίπλα στη φωτιά ή το χρώμα της
κυλώντας βαθύ πορφυρό ως τον αφρό των κυμάτων
χορεύοντας μέσα στο χαλασμό των τζιτζικιών
μιλώ για απειροελάχιστα λεπτά
πιθανόν να έχω φτάσει μακριά με τη λασπωμένη ελπίδα μου
με αυτή τη θολή πλημμυρίδα στο επίμονο πλησίασμα των χειμώνων
αχ μια ελευθερία
μεταφέρω εντός μου θανάσιμα που ατενίζει με τείχη
που σφίγγει με δεσμά
μαύρος είμαι
τιθασευμένος από ανώφελες αντιλήψεις
*
αίσθηση
άδειο είναι το κρεβάτι μου και βρέχει
ξαπλωμένος στο άδειο κρεβάτι
κάνει κρύο και
βρέχει
δεν βρίσκεται τίποτα
επάνω και κάτω μου
νερό διαρρέει
απ΄ τα στρώματα δεν είναι
στα σκέλια μου ανάμεσα
τίποτα
μόνος κείτομαι η στέγη
ανοιχτή σπασμένα
τα παράθυρα εντός μου
κραυγές κι
η βροχή
κανένας δεν βρίσκεται στο άδειο
κρεβάτι αφήστε με
να σηκωθώ
*
ψίθυροι
η κόκκινη ευωδιά της νύχτας -
τα ρόδα αναφλέγονται στο σκοτάδι
κισσός σε μεθυσμένα δέντρα
στο κοιμισμένο χορτάρι
ψάχνω την καρδιά μου
εκεί που την άφησα δεν βρίσκω
τίποτα υγρό στα σκοτεινά
αχ
σήμερα
με νιώθω να έχω
πέτρινη γεύση
όμως με την καρδιά μου
κάπου ψιθυρίζουν
γυναίκες που δε φίλησα
για τη γλύκα των ρόδων και
πόσο βαθύ είναι το χρώμα του κισσού
*
διαταράξεις
καμιά φορά απότομα
τα γελαστά σας χείλη παγώνουν
στο τσούγκρισμα των ποτηριών
την ώρα του αστείου του φιλιού
μες στο τραγούδι:
κρούσματα θλίψης καταφθάνουν
σας χτυπούν
πάνω από τα τραπέζια
αχ όταν χαράζει νύχτα το πρωί
μοιάζουμε σκούρες στέγες και
νοτίζεται η άσφαλτος όταν στάζει
η ομίχλη του νέον΄
πάντα εκεί - μέσα στα γέλια -
ένα ποτήρι ξαφνικά σπάει στο τραπέζι και
ακολουθεί μια σύντομη σιωπή
απ΄όπου ανέρχονται καπνοί και
τα πρόσωπα απλώνονται
θρυμματισμένα
*
πρωί κι αυτό
ανοίγοντας το παράθυρο γέμισε
με του φθινόπωρου το μαλακό αέρα την κάμαρη
κι άφησε λίγες στάλες βροχής
να μπουν μέσα πηδώντας
και τότε πλάγιασε
να κοιμηθείς
όταν ξυπνήσεις το πρωί και
στα γυμνά τα πόδια σου σταθείς
ακόμα να αισθάνεσαι ζωή
βαθιά μες στο λαρύγγι
α τί υπέροχο είναι να σηκώνεσαι πρωί
με μάτια νυσταγμένα
για να πιείς δροσερό νερό
χωρίς το φόβο πως θα διψάσεις
*
αντίθετα στο ρεύμα
( στον hans magnus enzensberger )
είδα τα σώματα μας
να κατεβαίνουνε με τα ποτάμια ορμητικά
λευκοπράσινες δίνες - α τι δροσιστικό -
μας πέταγαν σε κρύους κοίλους βράχους
παραδέρναμε άβουλοι
μας ρούφαγαν ολόκληρους τα κρύα στόματα
μόνο τα μπράτσα μας έδειχναν
όσες φορές ανεβαίναμε στην επιφάνεια ανυπάκουοι
ενάντια στο ρεύμα
συνεχώς
*
παράκληση
αφήστε με ακόμα λίγο
να πεθάνω
να κάτσω στην καρέκλα αφήστε με
να γείρω το κεφάλι πίσω
το στόμα και τα μάτια απότομα ν΄ ανοίξω
και χαλαρά τα χέρια να κρεμάσω
και ν’αφήσω στα μάτια μου
να πέσει το φως της λάμπας ύστερα
να σβήσω
αφήστε με
για μια στιγμή ακόμα να πεθάνω
στα γρήγορα
αιώνια ζωή κι ατέλειωτο φέγγος
πριν ν΄ αφυπνίσετε στον κόσμο
μια ελάχιστη στιγμή ακόμα
να πεθάνω αφήστε με αχ
μη με ζηλεύετε που
δεν ξεχνώ…
*
απολογία
σε κείνους από εσάς που με ρωτάτε σε σας το λέω
με κάποιους πως αντάλλαξα ένα βλέμμα
και αποσταμένος γύρισα
νιώθοντας την ανάγκη
να πέσω στο χώμα
να κοιμηθώ
ποιος είμαι και πού βρίσκομαι πού πάω με ρωτάτε
πέρα μακριά στο ολόλαμπρο φθινόπωρο σας λέω
στο χρόνο αυτό που πέφτει σαν τσαμπιά
στο δάσος που χάνεται
στο δρόμο που τελειώνει
πίσω από τον ορίζοντα
είμαι ο τελευταίος άγνωστος
που ξαφνικά παραμερίζει κι είναι αλλού
εκείνος που μπορεί να εξαφανιστεί
χωρίς ν΄αφήσει ίχνη
εκείνος που σας είδε όμως και σας ένιωσε
που τον θεωρείτε
τον πιο αδύναμο κρίκο της αλυσίδας
*
η ανάμνηση ενός μήλου
λευκά προχωρώ μονοπάτια σπαρμένα με
άνθη μηλιάς ήταν απρίλης θυμάμαι ακόμα
το καλοκαίρι καθόμουν στο χώμα
στα χόρτα στον ίσκιο ενός δέντρου
επίγειος και έτρωγα ένα μήλο
γλυκός ο χυμός του η σάρκα του τόσο
απαλή λευκή και εφήμερη
σαν τους λευκούς ανθούς του το βράδυ
*
Διαμονή
στις τρώγλες που ζούμε
μένει το φως ανοικτό ο αέρας
ανοιγοκλείνει τα παράθυρα χτυπά
τα ξύλινα φύλλα ασταμάτητα
η επανάσταση πέρασε τα ημερολόγια
δείχνουν τον προηγούμενο μήνα
στα τραπέζια ποτήρια ανάμεσα σε στάχτες αποτσίγαρα
στους διαδρόμους χυμένη μπύρα σπίρτα γυαλιά
βρώμικα παπούτσια οι άνθρωποι
ανάσκελα στα κρεβάτια
κοιμούνται
από τα σπίτια που μένουμε
δραπετεύουν οι ώρες σαν τον αέρα αλλά και ο ύπνος
δεν παραμένει πολύ
φτιάχνουμε ένα εργοστάσιο χημικών
για την δέκατη γενιά ταϊζουμε τα γρανάζια
με κρύα καλώδια αργότερα θα χτίσουμε ένα πυρηνικό για
πιο μετά ίσως υπάρχει πόλεμος
τα πρωινά
εκρήγνυνται τα ξυπνητήρια μας κατακλύζουν
με λάβα φωτιάς
η μέρα πέρασε τα φύλλα της ντουλάπας ανοικτά
το ράδιο μιλά αγγλικά στους τοίχους
ανεμίζουν γυμνές φωτογραφίες στα κρεβάτια
εμείς
με τα σώβρακα καπνίζουμε ακόμα ένα
μια γυναίκα και τίποτ' άλλο …
δείχνουν τον προηγούμενο μήνα
στα τραπέζια ποτήρια ανάμεσα σε στάχτες αποτσίγαρα
στους διαδρόμους χυμένη μπύρα σπίρτα γυαλιά
βρώμικα παπούτσια οι άνθρωποι
ανάσκελα στα κρεβάτια
κοιμούνται
από τα σπίτια που μένουμε
δραπετεύουν οι ώρες σαν τον αέρα αλλά και ο ύπνος
δεν παραμένει πολύ
φτιάχνουμε ένα εργοστάσιο χημικών
για την δέκατη γενιά ταϊζουμε τα γρανάζια
με κρύα καλώδια αργότερα θα χτίσουμε ένα πυρηνικό για
πιο μετά ίσως υπάρχει πόλεμος
τα πρωινά
εκρήγνυνται τα ξυπνητήρια μας κατακλύζουν
με λάβα φωτιάς
η μέρα πέρασε τα φύλλα της ντουλάπας ανοικτά
το ράδιο μιλά αγγλικά στους τοίχους
ανεμίζουν γυμνές φωτογραφίες στα κρεβάτια
εμείς
με τα σώβρακα καπνίζουμε ακόμα ένα
μια γυναίκα και τίποτ' άλλο …
*
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου