Thomas Bernhard, Ποιήματα
Thomas Bernhard, Ποιήματα

Φέρτε μου δυνατό πιοτό, δόξα κι αγάπη
Φέρτε μου δυνατό πιοτό για να ξεχάσω!
Να σβήσω θέλω σήμερα
τα πλάσματα όλα μέσα μου κι όλα τα βάσανα -
να τρώω ψάρι πίνοντας κι ένα κομμάτι χοίρο!
Φέρτε μου δόξα, γιατί τότε θα μπορώ να με σκοτώσω ήσυχος,
πριν η ψυχή μου να πρηστεί διογκωμένη
και να φουσκώσει το περήφανό μου το μυαλό,
πριν όλοι οι παλαβοί να με κοιτάζουν αποχαυνωμένοι!
Φέρτε μου στο τραπέζι την αγάπη σας,
θα΄θελα να την πιώ, στα βάθη τ΄ουρανού να κολυμπήσω -
φέρτε κανάτια εκατό, χίλια κανάτια, όλου του κόσμου τα κανάτια να τα πιώ -
να πλημμυρίσω θέλω απ΄την αγάπη σας, μέσα της να πνιγώ.
*
Αιχμάλωτος
Ο κόρακας κράζει -
με έχει αρπάξει.
Πρέπει φυλακισμένος στην κραυγή του
να σέρνομαι αδιάκοπα εδώ κι εκεί.
Ο κόρακας κράζει -
με έχει αρπάξει.
Όπως καθόταν χθες και κρύωνε μες στο χωράφι
κρύωνε κι η δική μου η καρδιά μαζί.
Όλο και πιο πολύ μαυρίζει η καρδιά μου,
γιατί μαύρες φτερούγες
τη σκεπάζουν.
*
Τι θα κάνω…
Τι θα κάνω,
όταν κανένας αχυρώνας δεν ζητιανεύει πια την παρουσία μου,
τα φρύγανα όταν πυρποληθούν στα υγρά χωριά,
χωρίς να στεφανώσουν τη ζωή μου;
Τι θα κάνω,
όταν το δάσος ζει μόνο στη φαντασία μου,
όταν τα ρέματα απομείνουν άδειες πια, μονάχα ξεπλυμένες φλέβες;
Τι θα κάνω,
όταν δεν προμηνύει τίποτα πια το χορτάρι;
Τι θα κάνω,
σαν έχω απ΄όλους ξεχαστεί; Απ΄όλους…
*
Το πρωί κουβαλά ένα μεγάλο ντορβά
Το πρωί κουβαλά ένα μεγάλο ντορβά.
Του λέω, «είσαι τόσο γερασμένο,
που δεν πρέπει να με περιφρονείς.
Τα παπούτσια σου είναι σχισμένα,
το σακάκι σου ανήκε μια φορά σε μένα -
Κάθομαι μες στην τρύπα και σε περιμένω,
όχι σαν τη γριά, όχι σαν τα παιδιά, όχι σαν τον παπά,
που αφού βγάλει κήρυγμα
έρχεται κάτω
για να πιεί κρασί και να μεταστοιχειώσει το χώμα.
Εγώ θα σε υποδεχτώ με το καμτσίκι τρέμοντας,
αισχρός και ευάλωτος,
όπως ένα κουφάγκαθο στου ήλιου την άκρη».
*
Κάργιες
Σύντομα θα΄ρθει φθινόπωρο να σώσει τα πουλιά.
Σε άραχλες κάμαρες ο αδελφός κι η αδελφή διαλέγουν
σπόρους για το χειμωνιάτικο τραπέζι.
Στο ελεεινό χωριό είναι αλυσοδεμένο το γουρούνι
στα χωράφια ψοφούν οι κάργιες του πόνου.
Πίνουμε τη μπύρα της απελπισίας,
διπλώνουμε τα χέρια μπρος στην καταφρόνια του πατέρα.
Το χώμα οσφραίνεται τα δεσμά της σάρκας.
Απ΄τις αυλές ανεβαίνει καπνός
αφήνοντας ξωπίσω του το ζόφο των πιωμένων χωρικών.
Το βίντσι του πηγαδιού τρίζει μπρος στο σαπρό παράθυρο…
Εγώ, όμως, δε φοβάμαι.
*
Η ημέρα των προσώπων
Αύριο είναι η ημέρα των προσώπων. Θ΄ανυψωθούν
σαν κουρνιαχτός
ξεσπώντας σε γέλια.
Αύριο είναι η ημέρα των προσώπων που έπεσαν
στην πατατόσχημη γη. Δεν μπορώ
ν΄αρνηθώ, ότι φταίω
για τούτο το ξεψύχισμα της δίψας των ορμών.
Φταίω!
Αύριο είναι η ημέρα των προσώπων
που αναγράφουν το μαρτύριό μου στο μέτωπο τους,
που καρπούνται της ημέρας μου τον κάματο.
Αύριο είναι η ημέρα των προσώπων - σάρκες
που έχουν στήσει χορό πάνω στη μάντρα του νεκροταφείου
και μου δείχνουν την κόλαση.
Γιατί να πρέπει να δω την κόλαση; Δεν υπάρχει άλλος δρόμος
να οδηγεί στο Θεό;
Μια φωνή: Δεν υπάρχει άλλος δρόμος! Κι αυτός εδώ
περνά από την ημέρα των προσώπων,
διασχίζει την κόλαση.
*
Στον κήπο της μητέρας
Στον κήπο της μητέρας
περισυλλέγει η τσουγκράνα μου τ΄αστέρια,
που έχουν πέσει όσο έλειπα.
Η νύχτα είναι ζεστή και από τα μέλη μου
αναβλύζει η πράσινη καταγωγή,
λουλούδια και φύλλα,
το κάλεσμα του κότσυφα και ο χτύπος του αργαλειού.
Στον κήπο της μητέρας
πατάω ξυπόλυτος σε κεφαλές φιδιών,
που κοιτάζουν μέσα από τη σκουριασμένη αυλόπορτα
με πύρινες γλώσσες.
`
*
Ξέρω, πως στα χαμόδεντρα είναι οι ψυχές
Ξέρω, πως στα χαμόδεντρα είναι οι ψυχές
των πατέρων μου΄
μες στα σπαρτά
και στο μεγάλο μαύρο δάσος
του πατέρα μου ο πόνος.
Οι ζωές τους που έσβησαν
μπροστά στα μάτια μας,
ξέρω πως έχουν βρει φωλιά μέσα στα στάχυα,
στο γαλανό το μέτωπο του ουρανού του Ιούνη.
Ξέρω, πως είναι οι νεκροί
δέντρα και άνεμοι,
πως είν΄τα μούσκλια και η νύχτα
που απλώνει τον ίσκιο της
στο νεκρικό μου τύμβο .
*
Σ΄ένα χαλί από νερό
Σ΄ένα χαλί από νερό
κεντώ τις μέρες μου,
τους θεούς και τις αρρώστιες μου.
Σ΄ένα χαλί από χλωρασιά
κεντώ τους κόκκινους καημούς,
τα γαλανά πρωινά μου,
κεντώ τα κίτρινα χωριά και τα μελόψωμά μου.
Σ΄ένα χωμάτινο χαλί
στη γη το πέρασμά μου.
Βάζω κεντίδι τη νυχτιά,
την πείνα μου,
το πένθος
κι ένα πολεμικό σκαρί για την απελπισιά μου,
που πέρα ανοίγεται, γλιστρά, μες σε νερά χιλιάδες,
μες στα νερά της ταραχής
και της αθανασίας.
*
Μπροστά στο χωριό
Τα πρόσωπα που ξεπροβάλλουν από το χωράφι,
με ρωτούν για την επιστροφή.
Η κραυγή μου δεν ενοχλεί το χελιδόνι
που κουρνιάζει στο σπασμένο κλαδί. Μαύρη
είν΄η ψυχή μου κι ο άνεμος την παρασέρνει
στη θάλασσα να μυρίσει το αλάτι της γης.
Ο θρύλος μου είναι θνητός.
Κάτω απ΄το δέντρο, που μοιάζει στον αδελφό μου,
μετρώ τ΄αστέρια των καπεταναίων.
*
Βιογραφία του πόνου
Εκεί που χθες κοιμήθηκα, σήμερα είναι αργία. Μπροστά στην είσοδο
είναι οι καρέκλες στοιβαγμένες και κανένας, που τον ρωτώ για μένα, δεν με έχει δει.
Πέταξαν τα πουλιά ψηλά να γράψουν το πρόσωπο μου στα σύννεφα
πάνω απ΄το σπίτι μου και πάνω από τον κήπο των νεκρών.
Μίλησα με τους νεκρούς, είπα για τους κιθαρισμούς της ζωής,
που δεν βγάζει το στόμα τους πια ούτε τα χείλη τους,
που μιλάνε μια γλώσσα που προσβάλλει το σκυλί του ξαδέλφου μου.
Η γη μιλά μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνει κανείς,
γιατί ΄ναι ανεξάντλητη - της άρπαξα αστέρια και πύον
σε ώρες απελπισίας
και ήπια απ΄τη στάμνα της κρασί,
που ωρίμασε απ΄τους πόνους μου.
Αυτοί οι δρόμοι οδηγούν στην εξορία. Ακούω το Θεό
πίσω από ένα τζάμι και το διάβολο από ένα μεγάφωνο΄
ταυτόχρονα και οι δυο αγγίζουν την καρδιά μου,
που αναγγέλλει την ήττα των ψυχών.
Ακατάπαυστα στροβιλίζονται στα σοκάκια τα φύλλα
και φέρνουν την καταστροφή κάτω από τα μνημεία.
Θέλω να ονειρευτώ τον Οκτώβρη τη βλάστηση.
Κάτω από την πόρτα του σπιτιού είναι γραμμένη μια εντολή -
η εντολή:
«Ου φονεύσεις»
…όμως υπάρχουν κάθε μέρα τρεις φόνοι στην εφημερίδα,
που θα μπορούσαν να έχουν γίνει από μένα ή κάποιον φίλο μου.
Σαν παραμύθι τους διαβάζω
πηγαίνοντας από τη μία μαχαιριά στην άλλη, χωρίς να πλήττω.
Όσο αυτοί συγχέουνε τη σάρκα με τη φήμη, η ψυχή μου κοιμάται
υπό την κίνηση των χειρών του Θεού.
*
Η ανάμνηση της νεκρής μητέρας
Στο νεκρoθάλαμο βρίσκεται ένα λευκό πρόσωπο.
Μπορείς να το πάρεις στα χέρια και να το πας σπίτι.
Καλύτερα, όμως, θάψε το στον οικογενειακό τάφο,
πριν μπει χειμώνας και σκεπάσει με χιόνι
το όμορφο χαμόγελο της μητέρας σου.
*
O προπάππους μου ήταν έμπορος λαρδιού
Ο προπάππους μου ήταν έμπορος λαρδιού.
Ακόμα και σήμερα
τον ξέρουν όλοι
μεταξύ Χέντορφ και Τάλγκαου,
Ζέκιρχεν και Κέστεντορφ.
Ακούνε τη φωνή του
και μαζεύονται γύρω από το τραπέζι του,
που ήταν και η τράπεζα Κυρίου.
Το 1881, την άνοιξη,
πήρε την απόφαση για ζωή: φύτεψε
μια κληματαριά στο πλάι του σπιτιού
και κάλεσε τους ζητιάνους.
Η γυναίκα του η Μαρία, αυτή με τη μαύρη κορδέλα,
του χάρισε άλλα χίλια χρόνια.
Ανακάλυψε τη μουσική των χοίρων
και τη φωτιά της πικρίας,
μίλησε για τον αέρα
και για το γάμο των νεκρών.
Εμένα δεν θα μου έδινε ούτε ένα κομματάκι ξύγκι
για την απόγνωσή μου.
*
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

Φέρτε μου δυνατό πιοτό, δόξα κι αγάπη
Φέρτε μου δυνατό πιοτό για να ξεχάσω!
Να σβήσω θέλω σήμερα
τα πλάσματα όλα μέσα μου κι όλα τα βάσανα -
να τρώω ψάρι πίνοντας κι ένα κομμάτι χοίρο!
Φέρτε μου δόξα, γιατί τότε θα μπορώ να με σκοτώσω ήσυχος,
πριν η ψυχή μου να πρηστεί διογκωμένη
και να φουσκώσει το περήφανό μου το μυαλό,
πριν όλοι οι παλαβοί να με κοιτάζουν αποχαυνωμένοι!
Φέρτε μου στο τραπέζι την αγάπη σας,
θα΄θελα να την πιώ, στα βάθη τ΄ουρανού να κολυμπήσω -
φέρτε κανάτια εκατό, χίλια κανάτια, όλου του κόσμου τα κανάτια να τα πιώ -
να πλημμυρίσω θέλω απ΄την αγάπη σας, μέσα της να πνιγώ.
*
Αιχμάλωτος
Ο κόρακας κράζει -
με έχει αρπάξει.
Πρέπει φυλακισμένος στην κραυγή του
να σέρνομαι αδιάκοπα εδώ κι εκεί.
Ο κόρακας κράζει -
με έχει αρπάξει.
Όπως καθόταν χθες και κρύωνε μες στο χωράφι
κρύωνε κι η δική μου η καρδιά μαζί.
Όλο και πιο πολύ μαυρίζει η καρδιά μου,
γιατί μαύρες φτερούγες
τη σκεπάζουν.
*
Τι θα κάνω…
Τι θα κάνω,
όταν κανένας αχυρώνας δεν ζητιανεύει πια την παρουσία μου,
τα φρύγανα όταν πυρποληθούν στα υγρά χωριά,
χωρίς να στεφανώσουν τη ζωή μου;
Τι θα κάνω,
όταν το δάσος ζει μόνο στη φαντασία μου,
όταν τα ρέματα απομείνουν άδειες πια, μονάχα ξεπλυμένες φλέβες;
Τι θα κάνω,
όταν δεν προμηνύει τίποτα πια το χορτάρι;
Τι θα κάνω,
σαν έχω απ΄όλους ξεχαστεί; Απ΄όλους…
*
Το πρωί κουβαλά ένα μεγάλο ντορβά
Το πρωί κουβαλά ένα μεγάλο ντορβά.
Του λέω, «είσαι τόσο γερασμένο,
που δεν πρέπει να με περιφρονείς.
Τα παπούτσια σου είναι σχισμένα,
το σακάκι σου ανήκε μια φορά σε μένα -
Κάθομαι μες στην τρύπα και σε περιμένω,
όχι σαν τη γριά, όχι σαν τα παιδιά, όχι σαν τον παπά,
που αφού βγάλει κήρυγμα
έρχεται κάτω
για να πιεί κρασί και να μεταστοιχειώσει το χώμα.
Εγώ θα σε υποδεχτώ με το καμτσίκι τρέμοντας,
αισχρός και ευάλωτος,
όπως ένα κουφάγκαθο στου ήλιου την άκρη».
*
Κάργιες
Σύντομα θα΄ρθει φθινόπωρο να σώσει τα πουλιά.
Σε άραχλες κάμαρες ο αδελφός κι η αδελφή διαλέγουν
σπόρους για το χειμωνιάτικο τραπέζι.
Στο ελεεινό χωριό είναι αλυσοδεμένο το γουρούνι
στα χωράφια ψοφούν οι κάργιες του πόνου.
Πίνουμε τη μπύρα της απελπισίας,
διπλώνουμε τα χέρια μπρος στην καταφρόνια του πατέρα.
Το χώμα οσφραίνεται τα δεσμά της σάρκας.
Απ΄τις αυλές ανεβαίνει καπνός
αφήνοντας ξωπίσω του το ζόφο των πιωμένων χωρικών.
Το βίντσι του πηγαδιού τρίζει μπρος στο σαπρό παράθυρο…
Εγώ, όμως, δε φοβάμαι.
*
Η ημέρα των προσώπων
Αύριο είναι η ημέρα των προσώπων. Θ΄ανυψωθούν
σαν κουρνιαχτός
ξεσπώντας σε γέλια.
Αύριο είναι η ημέρα των προσώπων που έπεσαν
στην πατατόσχημη γη. Δεν μπορώ
ν΄αρνηθώ, ότι φταίω
για τούτο το ξεψύχισμα της δίψας των ορμών.
Φταίω!
Αύριο είναι η ημέρα των προσώπων
που αναγράφουν το μαρτύριό μου στο μέτωπο τους,
που καρπούνται της ημέρας μου τον κάματο.
Αύριο είναι η ημέρα των προσώπων - σάρκες
που έχουν στήσει χορό πάνω στη μάντρα του νεκροταφείου
και μου δείχνουν την κόλαση.
Γιατί να πρέπει να δω την κόλαση; Δεν υπάρχει άλλος δρόμος
να οδηγεί στο Θεό;
Μια φωνή: Δεν υπάρχει άλλος δρόμος! Κι αυτός εδώ
περνά από την ημέρα των προσώπων,
διασχίζει την κόλαση.
*
Στον κήπο της μητέρας
Στον κήπο της μητέρας
περισυλλέγει η τσουγκράνα μου τ΄αστέρια,
που έχουν πέσει όσο έλειπα.
Η νύχτα είναι ζεστή και από τα μέλη μου
αναβλύζει η πράσινη καταγωγή,
λουλούδια και φύλλα,
το κάλεσμα του κότσυφα και ο χτύπος του αργαλειού.
Στον κήπο της μητέρας
πατάω ξυπόλυτος σε κεφαλές φιδιών,
που κοιτάζουν μέσα από τη σκουριασμένη αυλόπορτα
με πύρινες γλώσσες.
`
*
Ξέρω, πως στα χαμόδεντρα είναι οι ψυχές
Ξέρω, πως στα χαμόδεντρα είναι οι ψυχές
των πατέρων μου΄
μες στα σπαρτά
και στο μεγάλο μαύρο δάσος
του πατέρα μου ο πόνος.
Οι ζωές τους που έσβησαν
μπροστά στα μάτια μας,
ξέρω πως έχουν βρει φωλιά μέσα στα στάχυα,
στο γαλανό το μέτωπο του ουρανού του Ιούνη.
Ξέρω, πως είναι οι νεκροί
δέντρα και άνεμοι,
πως είν΄τα μούσκλια και η νύχτα
που απλώνει τον ίσκιο της
στο νεκρικό μου τύμβο .
*
Σ΄ένα χαλί από νερό
Σ΄ένα χαλί από νερό
κεντώ τις μέρες μου,
τους θεούς και τις αρρώστιες μου.
Σ΄ένα χαλί από χλωρασιά
κεντώ τους κόκκινους καημούς,
τα γαλανά πρωινά μου,
κεντώ τα κίτρινα χωριά και τα μελόψωμά μου.
Σ΄ένα χωμάτινο χαλί
στη γη το πέρασμά μου.
Βάζω κεντίδι τη νυχτιά,
την πείνα μου,
το πένθος
κι ένα πολεμικό σκαρί για την απελπισιά μου,
που πέρα ανοίγεται, γλιστρά, μες σε νερά χιλιάδες,
μες στα νερά της ταραχής
και της αθανασίας.
*
Μπροστά στο χωριό
Τα πρόσωπα που ξεπροβάλλουν από το χωράφι,
με ρωτούν για την επιστροφή.
Η κραυγή μου δεν ενοχλεί το χελιδόνι
που κουρνιάζει στο σπασμένο κλαδί. Μαύρη
είν΄η ψυχή μου κι ο άνεμος την παρασέρνει
στη θάλασσα να μυρίσει το αλάτι της γης.
Ο θρύλος μου είναι θνητός.
Κάτω απ΄το δέντρο, που μοιάζει στον αδελφό μου,
μετρώ τ΄αστέρια των καπεταναίων.
*
Βιογραφία του πόνου
Εκεί που χθες κοιμήθηκα, σήμερα είναι αργία. Μπροστά στην είσοδο
είναι οι καρέκλες στοιβαγμένες και κανένας, που τον ρωτώ για μένα, δεν με έχει δει.
Πέταξαν τα πουλιά ψηλά να γράψουν το πρόσωπο μου στα σύννεφα
πάνω απ΄το σπίτι μου και πάνω από τον κήπο των νεκρών.
Μίλησα με τους νεκρούς, είπα για τους κιθαρισμούς της ζωής,
που δεν βγάζει το στόμα τους πια ούτε τα χείλη τους,
που μιλάνε μια γλώσσα που προσβάλλει το σκυλί του ξαδέλφου μου.
Η γη μιλά μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνει κανείς,
γιατί ΄ναι ανεξάντλητη - της άρπαξα αστέρια και πύον
σε ώρες απελπισίας
και ήπια απ΄τη στάμνα της κρασί,
που ωρίμασε απ΄τους πόνους μου.
Αυτοί οι δρόμοι οδηγούν στην εξορία. Ακούω το Θεό
πίσω από ένα τζάμι και το διάβολο από ένα μεγάφωνο΄
ταυτόχρονα και οι δυο αγγίζουν την καρδιά μου,
που αναγγέλλει την ήττα των ψυχών.
Ακατάπαυστα στροβιλίζονται στα σοκάκια τα φύλλα
και φέρνουν την καταστροφή κάτω από τα μνημεία.
Θέλω να ονειρευτώ τον Οκτώβρη τη βλάστηση.
Κάτω από την πόρτα του σπιτιού είναι γραμμένη μια εντολή -
η εντολή:
«Ου φονεύσεις»
…όμως υπάρχουν κάθε μέρα τρεις φόνοι στην εφημερίδα,
που θα μπορούσαν να έχουν γίνει από μένα ή κάποιον φίλο μου.
Σαν παραμύθι τους διαβάζω
πηγαίνοντας από τη μία μαχαιριά στην άλλη, χωρίς να πλήττω.
Όσο αυτοί συγχέουνε τη σάρκα με τη φήμη, η ψυχή μου κοιμάται
υπό την κίνηση των χειρών του Θεού.
*
Η ανάμνηση της νεκρής μητέρας
Στο νεκρoθάλαμο βρίσκεται ένα λευκό πρόσωπο.
Μπορείς να το πάρεις στα χέρια και να το πας σπίτι.
Καλύτερα, όμως, θάψε το στον οικογενειακό τάφο,
πριν μπει χειμώνας και σκεπάσει με χιόνι
το όμορφο χαμόγελο της μητέρας σου.
*
O προπάππους μου ήταν έμπορος λαρδιού
Ο προπάππους μου ήταν έμπορος λαρδιού.
Ακόμα και σήμερα
τον ξέρουν όλοι
μεταξύ Χέντορφ και Τάλγκαου,
Ζέκιρχεν και Κέστεντορφ.
Ακούνε τη φωνή του
και μαζεύονται γύρω από το τραπέζι του,
που ήταν και η τράπεζα Κυρίου.
Το 1881, την άνοιξη,
πήρε την απόφαση για ζωή: φύτεψε
μια κληματαριά στο πλάι του σπιτιού
και κάλεσε τους ζητιάνους.
Η γυναίκα του η Μαρία, αυτή με τη μαύρη κορδέλα,
του χάρισε άλλα χίλια χρόνια.
Ανακάλυψε τη μουσική των χοίρων
και τη φωτιά της πικρίας,
μίλησε για τον αέρα
και για το γάμο των νεκρών.
Εμένα δεν θα μου έδινε ούτε ένα κομματάκι ξύγκι
για την απόγνωσή μου.
*
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου