Siegfried Lenz, H τέχνη της αιχμαλωσίας πετεινού ( Διήγημα )

Siegfried Lenz, H τέχνη της αιχμαλωσίας πετεινού

 Αποτέλεσμα εικόνας για siegfried lenz


Νωρίς το απόγευμα, ο Τίτος Άνατολ Πλοκ, κάτοχος ενός καινούργιου παντελονιού, ξύπνησε και σήκωσε το κεφάλι προσπαθώντας να αφουγκραστεί. Βρισκόταν ξαπλωμένος ανάμεσα στις βατομουριές, πίσω απ΄τον αχυρώνα, σε μια ζεστή, απάνεμη γωνιά, όπου ο κίνδυνος να τον δουν δεν ήταν και τόσο μεγάλος. Μόλις τον έβλεπαν - το ήξερε - , θα έπρεπε να κάνει κάτι κι έτσι διάλεγε τις κρυψώνες του με μεγάλη προσοχή.

Ήταν, αλήθεια, κάπως φοβισμένος εκείνο το απόγευμα και, καθώς η φωνή διέκοψε τον ύπνο του, φοβόταν κιόλας το χειρότερο. Αλλά η φωνή που τον είχε ξυπνήσει δεν ανήκε, δόξα τω Θεώ, στη μητέρα του, τη Γιαντβίγκα Πλοκ, αλλά σε έναν άντρα, που δεν είχε ποτέ ξαναδεί στο Ζουλεϋκέν. Ήταν ένας φιλικός στην εμφάνιση, αξύριστος άνθρωπος, που στεκόταν ανάμεσα στις βατομουριές΄ ήταν ήδη κάποιας ηλικίας, ξυπόλητος, φορούσε ένα πουκάμισο χωρίς κολάρο και κρατούσε στο ένα χέρι ένα τεράστιο κόκκινο μαντήλι. Δεν είχε ακόμη αντιληφθεί τον Τίτο και μιλούσε με μια γλυκιά, καθησυχαστική φωνή σε ένα πλάσμα, που θα πρέπει να βρισκόταν στο έδαφος.
Το πλάσμα, όπως είδε τότε ο Τίτος, ήταν ο μοναδικός πετεινός της μητέρας του, ένα εξαιρετικά δυνατό ζώο και όμορφο επίσης. Σε αυτόν λοιπόν τον κόκορα μιλούσε ο ξένος ως εξής:
«Λατρευτέ μου», έλεγε, «εσύ θα πρέπει να σπαράζεις κάθε αισθαντικού ανθρώπου την καρδιά. Όμορφος καθώς είσαι, σε περιμένουν πολλοί κίνδυνοι στον κόσμο. Η αλεπού, για παράδειγμα, ή η νυφίτσα. Δεν υπάρχει κοτέτσι που να μην το ανοίγει η νυφίτσα. Ή για φαντάσου, ότι μπαίνεις κάτω από ένα κάρο με σιτάρι. Ένα άλογο σε ποδοπατά. Ποδοπατά όλη την ομορφιά σου. Πες και μόνος σου: αξίζει καθόλου να ζεις με τέτοιες προοπτικές;»

Με τέτοια λόγια κατεύθυνε τον κόκορα προς τη μεριά, όπου ο αχυρώνας και το κοτέτσι εφάπτονταν σχηματίζοντας γωνία. Δεν έχανε την υπομονή του και, ακόμη και όταν ο κόκορας, παίρνοντας χαμπάρι το στρίμωγμα, επιχειρούσε να σπάσει προς τη μια πλευρά, διατηρούσε την ψυχραιμία του, του έλεγε γαλιφιές τρυφερά και έφερνε το ζωντανό, τρομάζοντάς το με το τεράστιο μαντήλι, στην επιθυμητή πορεία.
Ο Τίτος, όγδοος γιος της Γιαντβίγκα Πλοκ, τον ακολουθούσε με τα μάτια περίεργος. Αμφέβαλε, αν ο άνδρας θα κατάφερνε να πιάσει τον Κρουλ, τον κόκορα. Κρουλ, που στα Μαζουρικά πάει να πει βασιλιάς. Αυτό το όνομα είχε δοθεί στον πετεινό, ώστε να αποδειχθεί βασιλιάς από κάθε άποψη. «Για να δούμε», σκέφτηκε ο Τίτος.

Ο άνδρας, απλώνοντας τα χέρια, βάδιζε αργά προς τη γωνία, αγνοώντας τους πλοκάμους των βάτων που αγκύλωναν το ύφασμα του παντελονιού του κι έμοιαζαν να του λένε: Μη βιάζεσαι! Εκείνος όμως δεν έδωσε σημασία, έφυγε εμπρός ακόμα πιο επιθετικά και είχε πια μόνο μάτια για τον Κρουλ, ο οποίος γινόταν όλο και πιο νευρικός, κακάριζε ανάστατος, λούφαζε ανόρεχτος, γιατί του ήταν πια τελείως ξεκάθαρος ο λόγος για τα παινέματα. Ο ξυπόλυτος κύριος, ένας ο Θεός ξέρει, αφού κατάφερε να στριμώξει τον Κρουλ, τον βασιλιά της κόπρου, στην προαναφερόμενη γωνία που σχηματίζεται από το κοτέτσι και τον αχυρώνα, άνοιξε τώρα το μαντήλι του στο χώμα και τα χέρια του κινήθηκαν σαν μια τανάλια καταπάνω στον κόκορα, πιο συγκεκριμένα, προς το λαιμό του κόκορα.

Ο πετεινός, να πάρει ο διάβολος, έμοιαζε εξαγριωμένος και κόκκινος, γύριζε από τη μια, πήγαινε από την άλλη, ενώ τα χέρια ήταν ακόμη καθοδόν για την δολοφονία του βασιλιά. Μα ξαφνικά, ένα ρίγος αγαλλίασης διέτρεξε τον Τίτο. Ξαφνικά ο κόκορας έκραξε δυνατά, έφυγε απότομα μπροστά χτυπώντας τις φτερούγες του - ο αέρας γέμισε φτερά - και ο Κρουλ πήγε και προσγειώθηκε στις βατομουριές. Είχε πετάξει πάνω από τον επίδοξο δολοφόνο του, αστράφτοντάς του μια στο πρόσωπο κατά την κατακόρυφή του απογείωση και το κακάρισμα, που τώρα ακουγόταν, έμοιαζε σαν μια αυτάρεσκη ικανοποίηση, σαν μια προειδοποίηση για ένα νέο μάθημα.

Ο άντρας, εντούτοις, εξέτασε για μια στιγμή, αν ο αέρας είναι καθαρός, έβγαλε το μαντήλι του κι άρχισε να τρίβει - προφανώς το είχε ανάγκη - το μάτι του, λέγοντας στον Κρούλ:
«Εσύ», έλεγε προχωρώντας ταυτόχρονα προς το μέρος του, «εσύ, κούτσαυλε σατανά με όψη κόκορα, κάλπικος είσαι, άμυαλος, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, δεν κάνεις τίποτα, δεν έχεις καν λαό - και δεν θέλεις και από πάνω να υπακούσεις! Κάποιους σαν εσένα - στην τιμή μου - δεν πρέπει κανείς ούτε να τους κοιτάζει, αέρας είσαι, ένα πφφ, αέρας κοπανιστός, που ούτε καν λύπηση δεν σου ταιριάζει. Και τι, αν έρθει και σε πάρει η νυφίτσα; Τίποτα! Και τι, αν βρεθείς κάτω από ένα κάρο με σιτάρι; Δυο φορές τίποτα! Ούτε καν για ψητό δεν κάνεις, έτσι φτενός και βλάκας που είσαι. Μην κορδώνεις και μη φαντασιώνεσαι πως είσαι κάτι, δεν με ενδιαφέρεις μια σταλιά».
Και για να υπογραμμίσει με μια ακόμη χειρονομία την βαθειά περιφρόνηση που ένιωθε, ο ξυπόλητος κύριος πέταξε το μαντίλι του στον πετεινό, αλλά, σε τίνος το μυαλό μπορεί να χωρέσει, ότι εκείνη τη στιγμή ο Κρουλ, αφού είχε ακούσει τις κατηγορίες χωρίς να βγάλει άχνα, κάθισε, άπλωσε τα φτερά, λες και περίμενε να πιαστεί, ενώ ο κύριος μαρμάρωσε. Αφού, σαν να πούμε, μαλάκωσε πάλι - δεν άργησε - έσκυψε γρήγορα, άρπαξε τον Κρουλ, τον έχωσε με εκπληκτική ταχύτητα στο τεράστιο μαντήλι, έριξε μια γρήγορη ματιά και θέλησε να περάσει απέναντι στο δρόμο.
Τότε όμως σηκώθηκε ο Τίτος, πλησίασε - ένα δεκατριάχρονο αγόρι - τον ξένο και είπε: «Ψάχνω», είπε, «κυριούλη μου, τον πετεινό της μητέρας μου, της Γιαντβίγκα Πλοκ». «Ναι», είπε ο άντρας, και από το πρόσωπό του έμοιαζαν να περνούν φτεροκοπώντας σαν πουλάκια οι σκέψεις. Ύστερα σήκωσε το μαντήλι και είπε: «Μου φαίνεται, ότι είναι αυτός. Τον προφύλαξα μόνο για λίγο, γιατί αντιλήφθηκα - στην τιμή μου - μια νυφίτσα μέσα στα βάτα, που περίμενε τη στιγμή να αρπάξει το πετειναράκι. Ίσως, μικρέ μου, μπορείς να μου δείξεις το κτήμα, στο οποίο ανήκει αυτός ο κόκορας. Θα ήθελα να ξέρω, ότι είναι ασφαλής».
.
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

*
(Από: Ιστορίες της Μαζουρίας )

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις