Peter Huchel, Ποιήματα

Peter Huchel, Ποιήματα
 Αποτέλεσμα εικόνας για peter huchel

Ο τάφος του Οδυσσέα

Ποτέ κανένας δεν θα βρει
τον τάφο του Οδυσσέα,
ούτε μια μαχαιριά στη γη
το άστιλπνο κράνος
στην αχλή πετρωμένων οστών.
Μην ψάχνεις την σπηλιά
μέσα στα βάθη,
που μια κινούμενη καπνιά - μόνο ένας ίσκιος -
σακατεμένη απ΄ το κατράμι του πυρσού
πήγαινε να ανταμώσει τους νεκρούς της συντρόφους
τα χέρια υψώνοντας άοπλη,
πιτσιλισμένα με αίμα σφαγμένων αρνιών.
Δικά μου είναι όλα, είπε η σκόνη,
το μνήμα του ήλιου πέρα από την έρημο,
οι ύφαλοι με των νερών την αντάρα,
το αστείρευτο γιόμα που ακόμα σκιάζει,
ο γιος των κουρσάρων από την Ιθάκη,
το δοιάκι φαγωμένο από το αλάτι,
οι χάρτες και οι κατάλογοι πλοίων
του γέρο Ομήρου.


*
Εξορία

Το βράδυ πλησιάζουν οι φίλοι
και οι ίσκιοι των λόφων.
Περνούν το κατώφλι αργά,
μαυρίζουν το αλάτι,
σκουραίνουν το ψωμί,
μιλούν με τις σιωπές μου.
Έξω μες στα κλαδιά του σφενταμιού
ζωηρεύει ο αέρας,
η αδελφή μου - το νερό της βροχής -
σε ενός νερόλακκου το κατακάθι
αιχμάλωτη
ακολουθεί με το βλέμμα τα σύννεφα.
Φύγε με τον αέρα, λένε οι ίσκιοι. Το καλοκαίρι
θα σου βάλει πάνω την καρδιά
σιδερένιο δρεπάνι.
Φύγε μακριά, πριν απλώσει στα φύλλα σαν έγκαυμα
του φθινοπώρου το στίγμα.
Μείνε πιστός, λέει η πέτρα.
Χαράζει
κι αβγαταίνει το πρωί,
όταν το φως κι οι φυλλωσιές
είναι αγκαλιά σαν ένα
και το πρόσωπο
με τη λάμψη μιας φλόγας
περνά και χάνεται.

*
 Σχετική εικόνα
Περσεφόνη

Ήρθε η Χθόνια.
Ανέβηκε στη γη
αστράφτοντας στο φως της σελήνης.
Είχε το αρχαίο θραύσμα στα μαλλιά,
τους γοφούς ακουμπούσε στη νύχτα.
Κανείς καπνός προσφοράς. Όλο το σύμπαν
χώρεσε
στο άρωμα του ρόδου.

*
Ρώμη

Ξοδεμένο το καλοκαίρι:
στην άλλη άκρη του ήλου
αρχίζει κιόλας η έκλειψη.
Ρουμάνια με δάφνες
και μια κρυψώνα
από πέτρες και αγκάθια
που κλείνει
μπροστά στη φωνή.
Διάφεγγο
του μεσημεριού,
στίχοι που δεν θυμίζουν τίποτα-
ένα νερό φωτεινό
αγγίζει το στόμα.

*
Η Σίβυλλα του καλοκαιριού

Ο Σεπτέμβρης εκσφενδονίζει την κηρήθρα φως
Μακριά από τους βραχώδεις κήπους.
Η Σίβυλλα του καλοκαιριού δεν θέλει ακόμα να πεθάνει.
Πατώντας στην ομίχλη και με όψη παγερή
Κρατά στο φυλλορρόημα άσβεστη την εστία.
Κελύφη μύγδαλων σαν κληροδότημα αρχανθρώπων
Θρυμματισμένα στα ξερά χόρτα του δρόμου.
Τα φύλλα της ψάθας γέρνουν να χαράξουν το νερό.
Ταξιδεύουν οι αράχνες, στον αέρα αιωρούνται κλωστές.
Η Σίβυλλα του καλοκαιριού δεν θέλει ακόμα να πεθάνει΄
Δένει σφιχτά τα μαλλιά της στα δέντρα.
Η συκιά αστράφτοντας χάσκει σαπίλα
Και λευκό κι ολοστρόγγυλο σαν αυγό κουκουβάγιας
Λάμπει τα βράδια το φεγγάρι στα λεπτά κλαδιά.
 .
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

***
Ο Γιόζεφ Μπρόντσκι τον έχει χαρακτηρίσει, εκ παραλλήλου με τον Γκόττφρηντ Μπενν, ως τον σημαντικότερο Γερμανό ποιητή της μεταπολεμικής εποχής. Η ποίηση του Χούχελ αντικατοπτρίζει το φυσικό περιβάλλον της ιδιαίτερης πατρίδας του, τις εμπειρίες του πολέμου και την πικρία της απομόνωσης. Μέσω της απλής γλώσσας, των ολιγόλεκτων στίχων και της κλασσικής εικονοπλασίας της επηρέασε αισθητά την νεότερη γερμανική ποιητική γενιά.
Ο Πέτερ Χούχελ – φιλολογικό ψευδώνυμο του Χέλμουτ Χούχελ – γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1903 στο Βερολίνο. Ήταν γιος δημοσίου υπαλλήλου. Εξαιτίας της ασθένειας, από την οποία έπασχε η μητέρα του, μεγάλωσε στο αγρόκτημα του παππού του και επισκέφθηκε το Γυμνάσιο στο Πότσνταμ. Ως Πέτερ Χούχελ παρουσιάζεται στα γράμματα μόλις μετά το 1930.
Μεταξύ 1923 και 1926 σπούδασε Λογοτεχνία και Φιλοσοφία στο Βερολίνο, το Φράιμπουργκ και την Βιέννη. Μετά το 1927 επιχείρησε εκτενή ταξίδια στην Γαλλία, τα Βαλκάνια και την Τουρκία. Στην Γαλλία γνώρισε και σύναψε φιλικές σχέσεις με τον φιλόσοφο Έρνστ Μπλοχ, με τον οποίο συνεργάστηκε και μετά την επιστροφή του στην Γερμανία το 1930. Υπήρξε συνεργάτης του - την εποχή εκείνη γνωστού - λογοτεχνικού περιοδικού «Λογοτεχνικός κόσμος», στο οποίο –όπως και σε πολλά άλλα – δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα. Τα πρώιμα του ποιήματα φέρουν έντονα το χρώμα της περιοχής που μεγάλωσε.
Από το 1940 έως και το 1945 ο Χούχελ υπήρξε στρατιώτης στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και αιχμαλωτίστηκε κατά την χιτλερική επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Επιστρέφοντας στο Βερολίνο υπηρέτησε ως επιμελητής, καλλιτεχνικός διευθυντής και τελικά ως διευθυντής της ανατολικογερμανικής ραδιοφωνίας. Ακολούθως υπήρξε αρχισυντάκτης του περιοδικού «Έννοια και Μορφή», το οποίο εξέδιδε η Γερμανική Ακαδημία Τεχνών στο Βερολίνο.
Η κοσμοπολίτικη στάση και ο διεθνισμός του ήταν αφορμή να κατηγορηθεί στην Ανατολική Γερμανία για επίδειξη «αστικής αποστασιοποίησης». Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν αρνήθηκε το δυτικογερμανικό λογοτεχνικό βραβείο Fontane τον ανάγκασαν σε παραίτηση από την θέση του αρχισυντάκτη στο περιοδικό «Έννοια και μορφή». Το 1971 του επετράπη να εγκαταλείψει το Ανατολικό Βερολίνο.
Τα σημαντικότερα ποιητικά έργα του μπόρεσαν να εκδοθούν μόνο μετά την εγκατάσταση του στην τότε Δυτική Γερμανία. Ο Χούχελ έμεινε πιστός όλη τη ζωή του στο μελαγχολικό – αρχαϊκό στιλ που διαμόρφωσε από την αρχή στην ποίηση του. Πέθανε το 1981. Το κρατίδιο της Βυρτεμβέργης απονέμει από το1984 λογοτεχνικό βραβείο που φέρει το όνομα του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις