Paul Celan, Strette / Πέρασμα
Paul Celan, Strette / Πέρασμα
ΜΕΤΑΧΘΕΙΣ στο
χώρο
με το αδιάψευστο ίχνος:
Πατημένο χορτάρι σαν διαχωρισμένες συλλαβές. Οι πέτρες λευκές
με τους ίσκιους των μίσχων.
Μη διαβάζεις πια - κοίτα!
Μην κοιτάζεις πια - προχώρα!
Προχώρα, η ώρα σου
δεν έχει αδελφές, είσαι -
είσαι στο σπίτι. Ένας τροχός, αργά,
περιστρέφεται μόνος του, οι ακτίνες
γυρίζουν,
γυρίζουν πάνω σε μαυρισμένο χώμα, η νύχτα
δεν χρειάζεται αστέρια. Για σένα
πουθενά δε ρωτούν.
*
Για σένα
πουθενά δε ρωτούν -
Ο τόπος που κείτονταν έχει
ένα όνομα - κανένα δεν
έχει. Δεν ήταν εκεί. Κάτι
υπήρχε ανάμεσά τους. Αδιαπέραστο
από το βλέμμα τους.
Δεν έβλεπαν, όχι,
μιλούσαν για
λέξεις. Καμιά τους
δεν ξύπνησε, ο ύπνος
ήρθε,
τις κάλυψε.
*
Ήρθε, ήρθε. Πουθενά
δε ρωτούν
Εγώ είμαι, εγώ.
Ανάμεσά σας πλαγιασμένος, ήμουν
δεκτικός, αντιληπτός,
οι παλμοί μου χτυπούσαν
στο ρυθμό της δικής σας καρδιάς, η αναπνοή σας
υπάκουε. Εγώ
είμαι πάλι, εγώ, μα
εσείς, βέβαια, κοιμάστε.
*
Ακόμα είμαι εγώ -
Χρόνια.
Χρόνια, χρόνια. Ένα δάχτυλο
ψηλαφεί πάνω κάτω, ψηλαφεί
ολόγυρα:
Ράμματα.
Αισθητά. Εδώ
χάσκει ακόμα πολύ, εδώ
επουλώθηκε πάλι. Ποιός
το κάλυψε;
*
Το κάλυψε –
ποιος;
Ήρθε, ήρθε.
Ήρθε μια λέξη, ήρθε,
διέσχισε τη νύχτα,
για να φέρει φως, να φέρει φως.
Στάχτη.
Στάχτη, στάχτη.
Νύχτα.
Νύχτα - και - νύχτα. - Πήγαινε προς
το μάτι το υγρό.
*
Στο μάτι
πήγαινε,
το υγρό -
Κυκλώνες.
Κυκλώνες ανέκαθεν,
μορίων στρόβιλοι. Το άλλο,
το
ξέρεις, βέβαια, εσύ. Εμείς
το διαβάσαμε στο βιβλίο, ήταν μια
δοξασία.
Ήταν, ήταν
μια δοξασία . Πώς
αγγίξαμε ο ένας τον άλλο; Με
τούτα
τα χέρια;
Έγραφε εκεί ακόμα πως…
Πού; Πάνω του
μια σιωπή απλώσαμε εμείς,
θρεμμένη με φαρμάκι, μεγάλη,
μια
πράσινη
σιωπή, ένα σέπαλο. Αγκιστρωμένη
πάνω της η σκέψη για κάτι φυτικό -
μα ναι, ήταν πράσινη,
μα βέβαια, μετέωρη
σ΄ένα πανούργο
ουρανό.
Ναι, για
κάτι φυτικό.
Ναι.
Κυκλώνες, μο -
ρίων στρόβιλοι, έμενε
χρόνος, έμενε
ν΄αποπειραθούμε με την πέτρα - ήταν
εγκάρδια, το λόγο
δεν διέκοπτε. Πόσο
τυχεροί ήμασταν!
Κοκκώδης,
κοκκώδης και ινώδης, βεργάτη
και πυκνή,
σταφυλόσχημη, νεφροειδής και ακτινωτή,
επίπεδη και χαλαρή,
θρομβώδης, δια -
κλαδισμένη : αυτή. Το
λόγο δεν διέκοπτε,
μιλούσε, αυτό,
χαιρόταν στα στεγνά τα μάτια να μιλά, προτού τα κλείσει.
Μιλούσε, μιλούσε.
Ήταν, ήταν.
Άκαμπτοι
εμείς, όρθιοι
στο κέντρο, ένα
πορώδες κτίσμα και
κατέφθανε.
Ερχόταν καταπάνω μας, περνούσε
ανάμεσα, έκλεινε πόρους
αόρατη, τους έκλεινε
έως και την τελευταία μεμβράνη,
και
ο κόσμος, χιλιόεδρο κρύσταλλο
που άπλωνε, άπλωνε.
*
Άπλωνε, άπλωνε.
Ύστερα -
Αμιγείς νύχτες. Πράσινοι
κύκλοι ή γαλανοί και κόκκινα
τετράγωνα: ο κόσμος
ποντάρει τα σπλάχνα του
στο παιχνίδι με τις καινούργιες
ώρες. -Κόκκινοι
κύκλοι, μαύροι, φωτεινά
τετράγωνα, καμιά σκιά
που να΄πεφτε από ψηλά,
κανένας
πάγκος μετρητής, καμιάς
ψυχής αχνός δεν ανέρχεται να παίξει μαζί.
*
Ανέρχεται και
παίζει μαζί -
Το απόβραδο που ανοίγει τα φτερά το νυχτοπούλι,
δίπλα στην πετρωμένη λέπρα,
κοντά στα
χέρια μας που διέφυγαν, στην
πιο νωπή απόρριψη,
πάνω
από το αλεξίσφαιρο στο
σωριασμένο τείχος.
Ορατά και
πάλι τα
ρείθρα, οι
χορωδίες - κάποτε -οι
ψαλμοί. Ω, ω -
σαννά !
Μα να
που ακόμα στέκουν όρθιοι ναοί. Να που ένα
αστέρι
έχει ακόμα φως!
Τίποτα,
τίποτα δεν έχει χαθεί!
Ω -
σαννά!
Το απόβραδο, εδώ,
οι διάλογοι - όπως μέρες μουντές -
της ροής υπογείων υδάτων.
*
(– μέρες μουντές -
της ροής
υπογείων υδάτων -
Μεταχθείς στο
χώρο
με
το αδιάψευστο
ίχνος:
Χορτάρι.
Πατημένο χορτάρι
σαν διαχωρισμένες συλλαβές. )
***
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Το ποίημα επιμελήθηκε η φιλόλογος - ιστορικός Στέλλα Αλιγιζάκη, την οποία ευχαριστώ ιδιαίτερα για τον χρόνο που αφιέρωσε και τις υποδείξεις της.
Θερμές ευχαριστίες στην μεταφράστρια Katja Richterich, στους συγγραφείς και μεταφραστές Jan Kuhlbrodt, Βασίλη Λαλιώτη και Σωτήρη Παστάκα, καθώς και στον φίλο Klaus Falk για τις πολύτιμες παρατηρήσεις, επεξηγήσεις, αλλά και για την ενθάρρυνσή τους.
`
ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Το ποίημα δημιουργήθηκε μεταξύ 21. 07. 1957 και 03. 11. 1958. Είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής «Γλωσσικό Πλέγμα» και το εκτενέστερο που έχει δει το φως της δημοσιότητας από τον Π. Τσέλαν.
[Τ]. Engführung = Πέρασμα = Strette. Μουσική ορολογία μέρος της Φούγκας κατά το οποίο η δεύτερη φωνή επαναλαμβάνει τους τελικούς στίχους της πρώτης, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια αλλαγή και ένα πέρασμα στο επόμενο θέμα.
Στην παρούσα δημοσίευση οι επαναλήψεις αυτές έχουν σημειωθεί με έντονους χαρακτήρες για τεχνικούς λόγους, σε αντίθεση με το πρωτότυπο που βρίσκονται στα δεξιά της σελίδας.
Ο τίτλος «Strette» είχε επιλεχθεί από τον ίδιο τον ποιητή για την γαλλική μετάφραση του ποιήματος, που δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του.
**
ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Το στενό πέρασμα ανάμεσα στις μνήμες
Στη σύντομη ανάλυση που ακολουθεί, θα γίνει μια προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης του ποιήματος «Πέρασμα» ως μια διαδικασία ανάδυσης των αναμνήσεων που ο ποιητής έχει από τα παιδικά του χρόνια με τους γονείς του. Η ανάκληση αυτή λαμβάνει χώρα στον ενεστώτα χρόνο του ποιητή και χαρακτηρίζεται από τον ταυτόχρονο παραλληλισμό της με αυτό που συμβαίνει στο παρόν.
1.Στην πρώτη στροφή ο ποιητής έχει μεταχθεί, μεταφερθεί, σε ένα χώρο (Gelände) που, αν και δεν κατονομάζεται ακριβώς, δεν είναι άλλος από κάποιο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η παθητική μετοχή «verbracht» - που εδώ μεταφράζεται ως «μεταχθείς» - του λόγιου με νομική κυρίως ή στρατιωτική χρήση ρήματος «verbringen», είναι ένας άμεσος υπαινιγμός στην μεταφορά και τον εκτοπισμό των Εβραίων στα εν λόγω στρατόπεδα. Ποιός όμως έχει μεταχθεί στο στρατόπεδο; Ο ποιητής ή οι γονείς του, οι οποίοι ως γνωστόν βρήκαν φρικτό θάνατο ως κρατούμενοι; Μήπως ο ποιητής μπαίνοντας στη θέση των γονιών αρχίζει αυτό το ταξίδι στον κόσμο των αναμνήσεων;
Ο ποιητής παρατηρεί. Αντιλαμβάνεται τις λευκές πέτρες και το αραιά φυτρωμένο χορτάρι, τη μαύρη γη, η οποία έχει σχεδόν μεταβληθεί σε άγονη από τη χρήση χημικών και άλλων πυρομαχικών ουσιών.
[Χορτάρι σαν διαχωρισμένα φωνήματα]. Η δυσκολία να μεταγραφεί ακριβώς στα Ελληνικά η εικόνα που ο Τσέλαν θέλει να περιγράψει με αυτή την παρομοίωση, με οδήγησε σε μια απόδοση του στίχου. Το αδιάψευστο ίχνος, όπως περιγράφεται στον προηγούμενο στίχο, είναι μια αυλακιά στο χορτάρι, ένα διάκενο όπως έχει δημιουργηθεί από την διέλευση πιθανόν κάποιου ή εξαιτίας της στειρότητας του εδάφους. Αυτή η απόσταση μεταξύ των μίσχων παρομοιάζεται από τον ποιητή σαν μια λέξη που έχει «γραφτεί χωριστά», που έχει γραφτεί διακεκομμένη, ασυνεχής:
ΜΕΤΑΧΘΕΙΣ στο
χώρο
με το αδιάψευστο ίχνος:
Χορτάρι σαν διαχωρισμένα φωνήματα. Οι πέτρες λευκές
με τους ίσκιους των μίσχων.
2. Σύντομα οι πληροφορίες που έχει για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν αρκούν. Μεταβαίνοντας γίνεται ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας. Στην ερημιά και εγκατάλειψη ενός τέτοιου χώρου, λοιπόν, παρατηρεί ένα τροχό που αποσπασμένος από το αρχικό όχημα περιστρέφεται μόνος του. Οι ακτίνες του - πρόκειται πιθανόν για τροχό ποδήλατου - γυρίζουν με δυσκολία.
Το ρήμα «klettern» που χρησιμοποιείται εδώ για να περιγράψει την κίνηση των ακτινών, δεν έχει στην παρούσα θέση την έννοια «αναρριχώμαι», αλλά «ανελίσσομαι». Περιγράφει, δηλαδή, την διαδοχική κίνηση των ακτινών ενός τροχού όπως αυτός περιστρέφεται. Εξάλλου συντάσσεται με Δοτική πτώση, αντί της Αιτιατικής όπως θα έπρεπε, αν είχε την έννοια του «αναρριχώμαι».
Ποιός είναι όμως αυτός ο τροχός που μπαίνει σε λειτουργία και περιστρέφεται; Μήπως πρόκειται για τον τροχό του χρόνου, την τροχομηχανή του χρόνου, που αρχίζει αργά και με κόπο να ανασύρει την μια μετά την άλλη - όμοια όπως ανελίσσονται οι ακτίνες - εικόνες από τη μνήμη του ποιητή;
Μη διαβάζεις πια - κοίτα!
Μην κοιτάζεις πια - προχώρα!
Προχώρα, η ώρα σου
δεν έχει αδελφές , είσαι -
είσαι στο σπίτι. Ένας τροχός, αργά,
περιστρέφεται μόνος του, οι ακτίνες
γυρίζουν,
γυρίζουν πάνω σε μαυρισμένο χώμα, η νύχτα
δεν χρειάζεται αστέρια.
3. Τόσο η απώλεια των γονιών, των οποίων το σημείο ενταφιασμού είναι άγνωστο, όσο και αυτή της πατρίδας και του πατρικού σπιτιού, οδηγεί τον ποιητή σε μια σύγχυση:
Ο τόπος που κείτονταν έχει
ένα όνομα - κανένα δεν
έχει. Δεν ήταν εκεί. Κάτι
υπήρχε ανάμεσά τους. Αδιαπέραστο
από το βλέμμα τους.
και:
Για σένα
Πουθενά δε ρωτούν -
4.Στη συνέχεια επιχειρείται μια κατάβαση στον κόσμο των παιδικών αναμνήσεων που είχε με τους γονείς του, όταν «παρά την αυστηρή αγωγή που πήρε, δεν αποκλείεται ως παιδί να ξάπλωνε συχνά στο κρεβάτι ανάμεσά τους»:
Εγώ είμαι, εγώ.
Ανάμεσά σας πλαγιασμένος, ήμουν
δεκτικός, αντιληπτός,
οι παλμοί μου χτυπούσαν
στο ρυθμό της δικής σας καρδιάς, η αναπνοή σας
υπάκουε. Εγώ
είμαι πάλι, εγώ, μα
εσείς, βέβαια, κοιμάστε.
Με τους τελευταίους στίχους της στροφής ολοκληρώνεται η πρώτη αυτή μετάθεση στην παιδική ηλικία και ο ποιητής επανέρχεται στο βασανιστικό παρόν. «Εγώ είμαι πάλι, εγώ,» ή «Εγώ συνεχίζω να υπάρχω και να συντονίζομαι στο ρυθμό της δικής σας καρδιάς σαν τότε που ήμουν ξαπλωμένος ανάμεσά σας», αλλά «εσείς, βέβαια, κοιμάστε». Είναι σαφής η ειρωνεία του τελευταίου στίχου. Εδώ δεν πρόκειται πια για τον ύπνο, αλλά για το θάνατο. Οι γονείς έχουν πεθάνει οριστικά.
5. Η επιστροφή στο παρόν είναι αργή, οδυνηρή και υποστηρίζεται από την αφή: ο ποιητής αγγίζει το σώμα του, ψηλαφεί με τα δάχτυλα μια ουλή. Η σημερινή πληγή είναι το ίδιο ανοικτή - χάσκει - όμοια με αυτή του παρελθόντος. Η ανάμνηση επιστρέφει: «ποιος το κάλυψε;». Την ίδια στιγμή ο ποιητής μεταπηδά ακόμα μια φορά στο παρελθόν:
Χρόνια.
Χρόνια, χρόνια. Ένα δάχτυλο
ψηλαφεί πάνω κάτω, ψηλαφεί
ολόγυρα:
Ράμματα.
Αισθητά. Εδώ
χάσκει ακόμα πολύ, εδώ
επουλώθηκε πάλι. Ποιός
το κάλυψε;
`
6. Το πρόσωπο που ήρθε, πιθανόν η μητέρα, έφτασε μέσα στη νύχτα. Μιλούσε («Ήρθε μια λέξη»), έφερε παρηγοριά και ήθελε να φέρει φως:
Ήρθε, ήρθε.
Ήρθε μια λέξη, ήρθε,
διέσχισε τη νύχτα,
για να φέρει φως, να φέρει φως.
7. Ο ποιητής μεταβαίνει ξανά μέσα από τη δύναμη της ανάμνησης στο παρόν: το φως είναι φωτιά, η φωτιά είναι στάχτη. Οι σκέψεις του μεταβαίνουν από την θέση της παρηγοριάς που παρέχει η ανάμνηση σε μια άλλη γεμάτη τρόμο μπροστά σε ό, τι έχει συμβεί. Επαναλαμβάνει μηχανικά λέξεις. Τέτοιες που αναστατώνουν τον ενήλικο ποιητή - άντρα:
Στάχτη.
Στάχτη, στάχτη.
και τέτοιες που τρομοκρατούν τον ποιητή - παιδί:
Νύχτα.
Νύχτα - και - νύχτα. - Πήγαινε προς
το μάτι το υγρό.
8.Το επόμενο απόσπασμα αρχίζει με «υγρά (δακρυσμένα) μάτια». Πρόκειται για το πλουσιότερο σε αναμνήσεις και παιδικά βιώματα τμήμα του ποιήματος και αποτελείται από έξι στροφές.
Οι δυο πρώτες παρουσιάζουν σκηνές μιας πρώιμης παιδικής ηλικίας, πιθανόν μεταξύ μιας μητέρας και του γιού της:
Κυκλώνες.
Κυκλώνες ανέκαθεν,
μορίων στρόβιλοι. Το άλλο,
το
ξέρεις, βέβαια, εσύ. Εμείς
το διαβάσαμε στο βιβλίο, ήταν μια
δοξασία.
Κυκλώνες και καταιγίδες είναι βιώματα που διασώζονται στη μνήμη ενός παιδιού. Ένας ανεμοστρόβιλος, όταν κάποιος τον παρατηρεί από το παράθυρο, δεν είναι τίποτα άλλο από «μορίων στρόβιλοι». Αυτή την εξήγηση θα έδινε κι ένας ενήλικας στο παιδί του που θέλει να μάθει, τι είναι κυκλώνας. Αυτό είναι και το μόνο που θα καταλάβαινε ένα αγόρι από την εξήγηση που θα ήταν γραμμένη σε ένα βιβλίο. Έτσι κι αλλιώς τα υπόλοιπα δεν θα ήταν και τόσο σημαντικά. Θα ήταν μόνο η άποψη του συγγραφέα του βιβλίου:
Εμείς
το διαβάσαμε στο βιβλίο, ήταν μια
δοξασία.
Ακολουθεί η στιλιστική επανάληψη « ήταν μια δοξασία». ΉΤΑΝ, δεν είναι πια. Ο ποιητής επανέρχεται στο παρόν:
Ήταν, ήταν
μια δοξασία . Πώς
αγγίξαμε ο ένας τον άλλο; Με
τούτα
τα χέρια;
Ο ποιητής κοιτάζει τα χέρια του που, αν και δεν είναι πια παιδικά, είναι ωστόσο, τα ίδια εκείνα χέρια που άγγιξαν το βιβλίο, τη μητέρα και τον πατέρα του. Απέναντι σε αυτό που ήταν μόνο δοξασία (: λόγος δίχως σχέση με την πραγματικότητα), στέκει η φυσική πραγματικότητα και απτότητα των δυο χεριών.
9. Όμως η αφύπνιση των αναμνήσεων συνεχίζεται. Αναμνήσεις που κατακλύζουν τον ποιητή, αναμνήσεις που δεν είναι μόνο οπτικής, αλλά και ηχητικής μορφής (: μια σιωπή), που είναι έγχρωμες (: ήταν πράσινη):
Έγραφε εκεί ακόμα πως…
Πού; Πάνω του
μια σιωπή απλώσαμε εμείς,
θρεμμένη με φαρμάκι, μεγάλη,
μια
πράσινη
σιωπή, ένα σέπαλο. Αγκιστρωμένη
πάνω της η σκέψη για κάτι φυτικό -
μα ναι, ήταν πράσινη,
μα βέβαια, μετέωρη
σ΄ένα πανούργο
ουρανό.
Οι δυο τελευταίοι στίχοι καταδεικνύουν πως η φύση μετατρέπεται σε εχθρικό συστατικό στοιχείο της ανάμνησης:
σ΄ένα πανούργο
ουρανό
Ο ουρανός είναι «πανούργος», γιατί δεν έφτασαν στο στόχο τους. Ο μόνος στόχος που γνώριζαν, ήταν η ώρα χωρίς αδελφές, η ώρα του θανάτου. Το ερώτημα «Πού;» μένει ανοικτό. Ο ουρανός είναι τρομακτικά «πανούργος», αν αντιληφθεί κανείς τη σχέση ανάμεσα στο «Ανέρχομαι - στους - ουρανούς» και στα σύννεφα καπνού από τους φούρνους αερίων, που καίγονταν τα θύματα, τα οποία μόνο κατ΄αυτόν τον τρόπο μπόρεσαν να ανέλθουν.
Σύμφωνα με αναλυτές η «σκέψη για κάτι φυτικό» είναι ένας υπαινιγμός στο διοξείδιο του άνθρακα, που χρησιμοποιείτο για την εξόντωση των κρατουμένων.
10.Στην έκτη στροφή αυτού του μέρους η ανάμνηση επαναλαμβάνεται και σταθεροποιείται:
Ναι.
Κυκλώνες, μο -
ρίων στρόβιλοι, έμενε
χρόνος, έμενε
ν΄αποπειραθούμε με την πέτρα - ήταν
εγκάρδια, το λόγο
δεν διέκοπτε. Πόσο
τυχεροί ήμασταν!
Αν πολλοί αναλυτές προσπαθούν να κάνουν ένα παραλληλισμό ανάμεσα στις πέτρες της πρώτης στροφής και της «πέτρας που δεν διέκοπτε το λόγο», αυτή η δεύτερη είναι, σύμφωνα με τα φαινόμενα, τμήμα μιας ευχάριστης ανάμνησης που δεν υφίσταται πια. Είναι το εργαλείο εκείνο, μέσω του οποίου ο ποιητής αναπολεί έντονα το παρελθόν. Κάποιος θα μπορούσε να διακρίνει σ΄αυτή την πέτρα τον συνειρμό: Παρόν > Πέτρα > το πρόσωπο εκείνο που ήταν σημαντικό για τον ποιητή στην παιδική του ηλικία > ανάμνηση του παρελθόντος.
Το νόημα του τελευταίου στίχου είναι ξεκάθαρο και συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης:
Πόσο
τυχεροί ήμασταν!
11.Η ανάμνηση γίνεται όλο και πιο αφηρημένη. Η πέτρα ως συμβολισμός ενός ανθρώπου («αυτός»: η πέτρα στα Γερμανικά είναι αρσενικού γένους ) συγχέεται με την πέτρα ως αντικείμενο («αυτό»). Η παραγωγή επιθετικών προσδιορισμών είναι εκπληκτική. Η περιγραφική τους ικανότητα επίσης. Η γλώσσα θυμίζει λεκτικά παιχνίδια, ενώ οι παρελθοντικοί χρόνοι στα ρήματα παραπέμπουν στο ό, τι βρισκόμαστε ακόμα στο μαγευτικό παρελθόν του ποιητή. Η σκηνή πιθανόν περιγράφει την διήγηση μιας ιστορίας στο παιδί που είναι ήδη στο κρεβάτι, για να κοιμηθεί. Εδώ τα μάτια του ποιητή είναι στεγνά, δεν είναι δακρυσμένα:
Κοκκώδης,
κοκκώδης και ινώδης, βεργάτη
και πυκνή,
σταφυλόσχημη, νεφροειδής και ακτινωτή,
επίπεδη και χαλαρή,
θρομβώδης, δια -
κλαδισμένη : αυτή. Το
λόγο δεν διέκοπτε,
μιλούσε, αυτό,
χαιρόταν στα στεγνά τα μάτια να μιλά, προτού τα κλείσει.
Η τελευταία σύντομη στροφή καθιστά προφανή την αντίθεση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Η επανάληψη των ρημάτων εξυπηρετεί στην ενδυνάμωση της αντίληψης, πως ό, τι έχει συμβεί, δεν υπάρχει πια:
Μιλούσε, μιλούσε.
Ήταν, ήταν.
12. Οι δυο τελικές στροφές αυτού του τμήματος περιγράφουν τη δημιουργία ενός κόσμου. Αυτή όμως η δημιουργία προϋποθέτει την καταστροφή που έχει προηγηθεί. Οι άνθρωποι (: «εμείς») βρίσκονται στο επίκεντρο του γίγνεσθαι. Στέκονται, δεν υποχωρούν και αιφνιδιάζονται από αυτό το σύμπαν - κόσμο, όταν αυτός «βάλλει», εκτοξεύει και εκτοξεύεται. Ο κόσμος παρουσιάζεται εδώ σαν μια σφαίρα με χιλιάδες κρυστάλλους - υπαινιγμός στη Νύχτα των Κρυστάλλων - , εκρήγνυται, απλώνει, για να ξαναγεννηθεί, στο παρόν της επόμενης στροφής:
Άκαμπτοι
εμείς, όρθιοι
στο κέντρο, ένα
πορώδες κτίσμα και
κατέφθανε.
Ερχόταν καταπάνω μας, περνούσε
ανάμεσα, έκλεινε πόρους
αόρατη, τους έκλεινε
έως και την τελευταία μεμβράνη,
και
ο κόσμος, χιλιόεδρο κρύσταλλο
που άπλωνε, άπλωνε.
(Σ.τ.Μ: [χιλιόεδρο κρύσταλλο], Τausendkristall στο πρωτότυπο. Νεολογισμός.)
13. Η σκέψη που στην προηγούμενη στροφή είχε ξεκινήσει με την Νύχτα των Κρυστάλλων, συνεχίζεται και στην επόμενη. Η έννοια «αμιγείς» (Σ.τ.Μ.: «entmischt»: ξεκαθαρισμένος, διαχωρισμένος, χωρίς προσμίξεις ) αναφέρεται στην εθνική επιχείρηση κάθαρσης, την απαγόρευση της ανάμιξης του εβραϊκού με το μη εβραϊκό στοιχείο. Τα χαρακτηριστικά αναγνώρισης που έπρεπε να φέρουν οι κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες ( αστέρι του Δαυίδ οι Εβραίοι, ροζ σημάδι οι ομοφυλόφιλοι, άλλα γνωρίσματα οι τσιγγάνοι) συγχέονται στην ανάμνηση του ποιητή με αλλοπρόσαλλα γεωμετρικά σχήματα.
Έχουμε επιστρέψει στο παρόν. Ο κόσμος είναι γεμάτος χρώματα (πράσινο, μπλε, κόκκινο, μαύρο) και γεωμετρικά σχήματα. Σ΄αυτό τον κόσμο οι άνθρωποι αφήνουν αχαλίνωτη την εσωτερική τους απάθεια και επιτρέπουν στην ιστορία να διαδραματιστεί. Ο πάγκος μετρητής είναι πιθανός υπαινιγμός στα εθνικά χαρακτηριστικά των μη Εβραίων: ύψος, περίμετρος κεφαλής, μήκος των μελών του σώματος. Θα μπορούσε όμως να ερμηνευθεί και ως αναφορά στους πάγκους ανατομίας, πάνω στους οποίους πολλοί έχασαν τη ζωή τους στα ναζιστικά στρατόπεδα.
Αν και ο ουρανός δεν σκοτεινιάζει πια από αεροπλάνα και δεν υπάρχει πια η απειλή των βομβαρδισμών, παρόλα αυτά στη γη λαμβάνει χώρα μια τραγωδία: άνθρωποι πυρπολούνται και ανεβαίνουν ως ψυχής αχνός στον ουρανό:
Αμιγείς νύχτες. Πράσινοι
κύκλοι ή γαλανοί και κόκκινα
τετράγωνα: ο κόσμος
ποντάρει τα σπλάχνα του
στο παιχνίδι με τις καινούργιες
ώρες. -Κόκκινοι
κύκλοι, μαύροι , φωτεινά
τετράγωνα, καμιά σκιά
που να΄πεφτε από ψηλά,
κανένας
πάγκος μετρητής, καμιάς
ψυχής αχνός δεν ανέρχεται να παίξει μαζί.
[ψυχής αχνός], Rauchseele, στο πρωτότυπο, εκ των Rauch = καπνός + Seele = ψυχή. Νεολογισμός. Για την απόδοση στα Ελληνικά επιλέχθηκε αντίστοιχη φράση από τον Κρητικό του Δ. Σολωμού.
14. Ο ποιητής επιστρέφει στο παρόν, όπου τον ακολουθούμε κι εμείς μαζί με μερικές λεπτομέρειες: το πέταγμα του γκιώνη και τα υπολείμματα της θηριωδίας που προηγήθηκε όπως για παράδειγμα το γκρεμισμένο τοίχος που πάνω του είναι ακόμα ορατά τα σημάδια των πυροβολισμών… :
Το απόβραδο που ανοίγει τα φτερά το νυχτοπούλι,
δίπλα στην πετρωμένη λέπρα,
κοντά στα
χέρια μας που διέφυγαν, στην
πιο νωπή απόρριψη,
πάνω
από το αλεξίσφαιρο στο
σωριασμένο τείχος.
Η έννοια «Το απόβραδο που ανοίγει τα φτερά το νυχτοπούλι» αναφέρεται στα Γερμανικά με την λέξη «Εulenflucht» = το δειλινό. Πρόκειται για έκφραση της βόρειας γερμανικής διαλέκτου που περιγράφει την ώρα του δειλινού, κατά λέξη, σύμφωνα με τα επίσημα γερμανικά λεξικά Duden και Grimm, «η ώρα που πετά ο γκιώνης». Η έννοια θέλει επίσης να τονίσει με ακραίο τρόπο ότι, όσο ο ποιητής επιχείρησε αυτό το ταξίδι στο παρελθόν, έχει περάσει η ώρα και έχει αρχίσει να νυχτώνει.
15. Μετά το δραματικό ταξίδι στο παρελθόν και τις οδυνηρές αναμνήσεις, φαίνεται να αχνοφέγγει ακόμα μια ελπίδα. Το παρόν είναι εμφανές και αποκτά υλική υπόσταση στη μορφή από τα ίχνη της ροής υπογείων νερών, τα οποία είναι εκτός αυτού και η μοναδική σύνδεση μεταξύ του ποιητή (που βρίσκεται στην επιφάνεια της γης ) και των γονιών του ( κάπου μέσα στη γη).
Ορατά και
πάλι τα
ρείθρα, οι
χορωδίες - κάποτε -οι
ψαλμοί. Ω, ω -
σαννά !
Μα να
που ακόμα στέκουν όρθιοι ναοί. Να που ένα
αστέρι
έχει ακόμα φως!
Τίποτα,
τίποτα δεν έχει χαθεί!
Ω -
σαννά!
Το απόβραδο, εδώ,
οι διάλογοι - όπως μέρες μουντές -
της ροής υπογείων υδάτων.
16. Στις δυο τελευταίες στροφές το ταξίδι στο παρελθόν ολοκληρώνεται και ο κύκλος κλείνει. Οι γονείς ήταν εκείνοι που μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κι αυτό που μένει μετά τόσες μνήμες, είναι χορτάρι. Όμως αυτό το χορτάρι δεν φυτρώνει ομοιόμορφα, αλλά διακεκομμένα, σαν τα σκόρπια φωνήματα μιας λέξης. Χορτάρι που είναι μεν ζωντανό, αλλά ριζωμένο μέσα στο θάνατο και τη σήψη.
**
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (Γερμανικά)
. Hurna Myron, Einführung in die Lyrik und Poetik Paul Celans
. Reinert Bastian, «wir taten ein Schweigen darüber»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου