Friedrich Nietzsche, 2 + 1 Ποιήματα


 Friedrich Nietzsche, 2 + 1 Ποιήματα
 Σχετική εικόνα








Δύο ποιήματα τη συλλογή «Ο Πρίγκιπας Ελεύθερο Πουλί»

Σε άγνωστες θάλασσες

Θέλω φτερά προς τα εκεί ν΄ανοίξω:
της θάλασσας τη ράχη την πλατιά θέλω να σχίσω,
πίστη σε μένα, στο δικό μου δοιάκι, εφεξής να δείξω,
με γενοβέζικο σκαρί μες το γαλάζιο ν΄αρμενίσω.
Νέα, πιο νέα εμπρός μου όλα λάμπουν δίχως όριο
-πάνω στη γη το γιόμα μόνο λίγη ώρα ησυχάζει -,
και μόνο, Απεραντοσύνη, το δικό σου μάτι το πελώριο
μπροστά μου ανοίγει και βαθιά στα μάτια με κοιτάζει!

*

Ο νέος Κολόμβος

«-Κοπέλα μου», είπε ο Κολόμβος,
«πίστη μη δείξεις σε κανένα Γενοβέζο πια:
του πόντου πάντα το γαλάζιο θ΄ατενίζει,
υπέρμετρα τον μαγνητίζει το μακριά!»
Χάθηκε η Γένοβα - έχει βουλιάξει στα νερά!
Μόνο του Άγνωστου για μένα αξίζει πια η θωριά!
Ψυχρή μείνε, καρδιά! Χέρια, κρατάτε το πηδάλιο γερά!
Μπροστά μου θάλασσα - και η στεριά; Πού είν΄η στεριά;
Ορθά τα πόδια μας, ακλόνητα, ας πατούν!
Ποτέ για μας δεν θα υπάρξει γυρισμός!
Κι ας δούμε προς στα βάθη, που μας χαιρετούν
Μια δόξα, Ένα ριζικό κι Ένας χαμός!


*
Η λέξη


Καλός είμαι στη λέξη, όταν ζωηρά
πηδώντας πλησιάζει και είναι όλο χαρά,
φρόνιμα και ευγενικά με χαιρετά,
αίμα έχει στις φλέβες, αναπνέει δυνατά
και ως και στου κουφού το αυτί μέσα κυλά,
στριφογυρίζει, φτερουγίζει στα ψηλά,
κι ό,τι κι αν κάνει,
το απολαμβάνει.
Ωστόσο, πάντα μένει ένα πλάσμα αβρό,
που μια θα αρρωσταίνει και μια θα΄ναι γερό.
Για να μην της στερήσεις τη ζωή της τη μικρή,
να την αγγίζεις απαλά, γιατί ΄ναι τρυφερή,
άγαρμπα μην την πιάνεις και σφιχτά μην την κρατάς,
συχνά τότε πεθαίνει, αν με έχθρα την κοιτάς -
σωριάζεται βαριά
χωρίς θωριά.
Άσχημη είναι η λέξη που κείτεται νεκρή,
σαν ένα πράγμα κούφιο αντιβοά ξερή,
δίχως ψυχή, φτωχή και παγωμένη,
ένα μικρό κουφάρι, κακοποιημένη,
στου Χάρου το φιλί
αγνώριστα λαλεί.
Κατάπτυστες είναι γι΄αυτό κι αισχρές οι βλέψεις
που παίρνουν τη ζωή από το λόγο και τις λέξεις.
.
Mετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
*
«Σε άγνωστες θάλασσες»
Μια ανάγνωση του ποιήματος από τον Mathias Mayer

(μτφρ.: Γιώργος Καρτάκης)

Τα ασφαλή κρατήματα δεν ανήκαν στις επιδιώξεις του. Στο ποίημα «Σε άγνωστες θάλασσες», ο Νίτσε επιχειρεί κυριολεκτικά μια ερευνητική αποστολή στο Άπειρο.

Μέρος της εικόνας που συνθέτει τον Νίτσε, είναι και η επιθυμία του να γκρεμίσει όλες τις γέφυρες με τη στεριά. Αυτός, που με τους διαρκείς πονοκεφάλους του προτιμούσε τις πόλεις των ιταλικών ακτών, για να μπορεί να χλευάσει την πνευματικά επίπεδη χώρα της Ευρώπης, την Γερμανία, πυροδότησε μέσω της «Χαρούμενης Επιστήμης» του μια ρήξη με όλους τους σταθερούς δεσμούς, με την παραδοσιακή «ηθική», αλλά και με την «αλήθεια». Εκστατικός αλλά και ριψοκίνδυνος, αντιλαμβανόταν αυτό τον αναπροσδιορισμό του συνόλου των αξιών ως μια πτήση του πνεύματος με αερόπλοιο, η οποία θα υπερίπτατο πάντων των ορίων, για να βγει στο ανοιχτό πέλαγος της σκέψης.
Αφού η «Χαρούμενη Επιστήμη» (1887) είχε ήδη γνωρίσει αλλεπάλληλες εκδόσεις, την διευρύνει με ένα πέμπτο τμήμα υπό τον τίτλο «Εμείς οι άφοβοι» και την εμπλουτίζει με την ενότητα ποιημάτων - από τα οποία προέρχεται και το παραπάνω – «Τα άσματα του πρίγκιπα Ελεύθερο Πουλί»*. Αρχικά δεν ήταν ακόμα εμφανές, ότι ο Νίτσε επρόκειτο να υιοθετήσει το όραμα του γενοβέζου θαλασσοπόρου Κολόμβου, ο οποίος , στην υπηρεσία της ισπανικής μοναρχίας, όργωνε τα πέλαγα μετατρέποντας την Ισπανία σε μια πλούσια σε λάφυρα ήπειρο. Για τον Νίτσε έμοιαζε να διέπεται η αποστολή αυτή του Κολόμβου μάλλον από την αφελή υπόθεση, ότι η γη έχει δημιουργηθεί για τον άνθρωπο και πως, αν υπήρχαν και άλλες χώρες, θα έπρεπε να κατοικηθούν.
Ύστερα από ένα μεγάλο αριθμό σχεδιασμάτων, ο Νίτσε θα χρησιμοποιήσει, έχοντας ως εφαλτήριο ένα ποίημα αφιερωμένο σε μια κοπέλα, το όραμα του θαλασσοπόρου σαν μια μάσκα πίσω από την οποία συνδιαλέγεται ο ίδιος. Έτσι, αυτό το μικρό ποίημα βρίσκεται στο τέλος μιας έντονης αντιπαράθεσης, που αρχικά είχε μεν να κάνει με το θάρρος και την αυτοπεποίθηση για εκείνη την περιπέτεια, την οποία μαγνητίζουν στα ξένα η τύχη-μοίρα και η ελπίδα για δόξα. Όμως η ιδιοποίηση της εικόνας του Κολόμβου, η οποία τον συνδέει όλο και περισσότερο με τον Γενοβέζο, έχει - σε ένα περαιτέρω στάδιο - ως αποτέλεσμα την μεταμόρφωση του σε κάποιον άλλο, σε ένα «νέο Κολόμβο», που σκοπός του δεν είναι πια η επιτυχία ή η επιτυχής έκβαση του εγχειρήματος, αλλά αυτή καθαυτή η εκκίνηση, χαράζοντας έτσι με τον στίχο «με γενοβέζικο σκαρί μες το γαλάζιο ν΄αρμενίσω» ένα καινούργιο μονοπάτι στη σύγχρονη γερμανική ποίηση, το οποίο και θα οδηγήσει μέχρι την «γαλάζια ώρα» του Μπεν.
Ο Κολόμβος είναι, λοιπόν, καθοδόν προς «άγνωστες θάλασσες». Ο στίχος «Θέλω φτερά προς τα εκεί ν΄ανοίξω» δεν περιγράφει μια άλλη ηπειρωτική χώρα, αλλά τη δύναμη και το θάρρος για μια απρόβλεπτη αποστολή, της οποίας κίνητρο είναι κυρίως η προσωπική θέληση και η ικανότητα πλοήγησης και η οποία δεν στηρίζεται στο γερό σκαρί, στην ασφάλεια ή την επιδίωξη απόκτησης πλούτου. Η θάλασσα απλώνεται ανοικτή, η αποτυχία δεν απέχει ιδιαίτερα και το ταξίδι «στο γαλάζιο» είναι μια αναχώρηση προς το άγνωστο - αυτό που δεν είναι ορατό από τη στεριά.
Το πόσο αυτή η φαντασίωση βιώνεται από τον Νίτσε ως μια πραγματικότητα, γίνεται εμφανές στον στίχο «πάνω στη γη το γιόμα μόνο λίγη ώρα ησυχάζει». Εδώ ο Κολόμβος μετατρέπεται σε μια διονυσιακή μορφή, αφού το μεσημέρι είναι η χρονική περίοδος του πιο σύντομου ίσκιου, η στιγμή που κορυφώνεται το φως της ημέρας, αλλά και η ώρα που γεννιέται ο νιτσεϊκός Ζαρατούστρα, του οποίου την έλευση είχε ήδη ανακοινώσει στο έργο του «Χαρούμενη Επιστήμη» το 1882. Στο φως του μεσημεριού ο κόσμος αλλάζει, τίποτα δεν μένει όπως ήταν. Ο,τιδήποτε ασφαλές και δεδομένο διαφοροποιείται συνεχώς: «Νέα, πιο νέα εμπρός μου όλα λάμπουν δίχως όριο». Ο Νίτσε περιγράφει τη μαγεία αυτής της στιγμής στους επόμενους στίχους, όμως: σε τίνος το μάτι μπορεί να κοιτάξει ο θαλασσοπόρος, όντας απομακρυσμένος από κάθε ακτή;
Η ποιητική φινέτσα του Νίτσε, ο οποίος θαύμαζε τον Χάινριχ Χάινε, γίνεται φανερή στους καταληκτικούς στίχους του ποιήματος, όπου, ενώ σε προηγούμενα σχεδιάσματα κάνει λόγο -μάλλον συμβατικά-για την θεά Βικτόρια, μπροστά του βρίσκεται τώρα και του «γελά η «αιωνιότητα». Γρήγορα, όμως, θα διαρρήξει και αυτό τον «δεσμό» μαζί της αντικαθιστώντας την λέξη με την απρόβλεπτη και αδέσμευτη «απεραντοσύνη», από την οποία δεν μπορεί να προσδοκάται και για την οποία δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα σίγουρο, ανοίγοντας έτσι μια πύλη στον Μοντερνισμό, που με τη σειρά του κινήθηκε ποικιλοτρόπως στα μονοπάτια της νιτσεϊκής ριψοκίνδυνης σκέψης.
Ωστόσο, ο Νίτσε δεν είχε συνειδητά αποκλείσει την «αποτυχία εξαιτίας της απεραντοσύνης», εννοώντας έτσι, όχι την «απεραντοσύνη της θάλασσας», αλλά την απειρία των άγνωστων ερμηνειών, που πρέπει να αποδεχτούμε, αφού η γέφυρα προς μια ασφαλή αλήθεια δεν υπάρχει.

*
Η ανάλυση του ποιήματος «Σε άγνωστες θάλασσες» δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine» στις 28 Ιουνίου 2013.

*Σ.τ.μ: «Πρίγκιπας Ελεύθερο Πουλί»,[Prinz Vogelfrei]. Αξίζει να σημειωθεί πως η αρχική έννοια της λέξης «vogelfrei» ήταν «αυτός που ζει ελεύθερος σαν πουλί». Με αυτή τη σημασία η λέξη χρησιμοποιείται έως την εποχή του Λούθηρου (1483 -1546). Έκτοτε και μέχρι σήμερα περιγράφει τον άνθρωπο που στερείται δικαιωμάτων ή οποιασδήποτε προστασίας, τον εκδιωγμένο, τον αποδιοπομπαίο, του οποίου το σώμα ήταν βορά των άγριων ζώων και όρνεων. Η επιλογή του συγκεκριμένου ονόματος είναι μάλλον συνειδητή από τον Νίτσε λόγω της διττής αυτής σημασίας της λέξης. Στην μετάφραση της παρούσας ανάρτησης προτιμήθηκε η σημασία «ελεύθερο πουλί» και εξαιτίας του περιεχομένου του ομώνυμου ποιήματος της συλλογής, στο οποίο περιγράφεται ένα ελεύθερο και αδέσμευτο πουλί.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις