Nicolas Born, Ποιήματα
Nicolas Born, Ποιήματα
Ένα μεσημέρι στο χωριό δεν αρκεί για να γραφτεί ένα ποίημα,
μα να΄το κιόλας που είναι εδώ.
Το είδα από το παράθυρο και μάλιστα
από μέσα.
Υπάρχει ένας παλιός καφέ καναπές.
Αυτή ήταν η θέση που στεκόταν ο καναπές.
Ο καναπές δεν θα ριζώσει πραγματικά ποτέ
όπως δεν ριζώνει και το έλατο του Μαύρου Δάσους.
Αυτός ο τόπος είναι άθλιος.
Τι θα κάνουμε με τον καναπέ όταν αρχίσουμε
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΖΩΗ στις πόλεις
ή αν οι πόλεις σκάσουν σαν φούσκες
για χάρη μιας αγάπης;
Τώρα όμως πρέπει να προσέξω να μη ριζώσω.
Ένα γκρίζο λούκι ζώνει το σπίτι το ίδιο όπως κι εσύ
περιστρέφεσαι γύρω μου λες και είμαι ριζωμένος:
«Να πλύνω τις κουρτίνες σήμερα
ή αύριο ή να τις αφήσω ακόμα;»
«Άσ΄τις βρε μάνα, αύριο φεύγω πάλι».
Σηκώνει το βλέμμα της έκπληκτη: «Κιόλας;»
Της ρίχνω μια φευγαλέα μελαγχολική ματιά,
κοιτάζω έξω λυπημένα τρία μικρά πουλιά
που λες κι έχουν ριζώσει στα κάγκελα του κήπου.
Εκείνη τη στιγμή μπαίνει μπροστά η θέρμανση
στο υπόγειο.
«Σε λίγο θα είναι πάλι ζεστά», μου λέει
κι εκπέμπει μια δυνατή ζεστασιά.
*
Παζολίνι
Είδα στο όνειρο μου να με πλησιάζει ο Παζολίνι
σε ένα πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ήταν όμορφος και αναβόσβηνε μπλε όπως τα αεροπλάνα:
ένας ηθοποιός για όλες τις δουλειές.
Τσαλαβουτούσε στα νερά, μπορούσε
να μικραίνει, να γίνεται κοντόχοντρος, μελαχρινός και ακοινώνητος,
πάντα όμως ήταν ο Παζολίνι και πάντα ένας άλλος.
Ύστερα στεκόταν μπροστά σε γιαπιά
ή κουνούσε το χέρι του γνέφοντας από τις σκαλωσιές.
Με το δάχτυλο έδειχνε παλιά αυτοκίνητα.
Ήταν εραστής
όλων των κατοίκων που ζούσαν στη χώρα
και με την κάμερα ανακάλυπτε τόπους
που δεν μπορούσε ύστερα να τους δει μέσα απ΄ τα σκούρα γυαλιά.
Οι εικόνες που φτιάχνω, θρηνούν, έλεγε. Θα μπορούσα
να κάνω βουβές ταινίες΄ πάνε χρόνια που
δεν έχω ακούσει πια λέξη.
Άρχισε να μου τρίβεται και
το΄βρισκα τελικά μια χαρά.
Ύστερα τον κατάπιε μια τρύπα.
Ένα αυτοκίνητο τυλίχτηκε στις φλόγες,
στη θάλασσα έπεφτε βροχή.
Το πανί της οθόνης ήταν πάλι τελείως λευκό.
*
Καλή-μέρα
Μια τέτοια μέρα είναι όμως καλή
μόνο αν είναι καλή.
Η νύχτα ήταν ήσυχη με ροή αίματος
κανονική και ομοιόμορφη,
τα πόδια υπακούν σε ένα
ελαφρύ τροχάδην στο διαμέρισμα.
Όποιος κάνει γαργάρες με ανοιχτό το παράθυρο
και λυγίζει τα γόνατα,
κινείται χαλαρά και αδιάφορα
μέσα σε ένα σύννεφο δυόσμου και χλωροφύλλης,
αυτός έχει την αίσθηση - ακόμα πολλή ώρα μετά το ντους -
του κρύου νερού απαλά σκουπισμένου στην πλάτη,
φορά φρεσκοπλυμένα ρούχα και έχει απολύτως
ελευθερωθεί απ΄την ακαθαρσία και την πιτυρίδα.
Το γάλα περιμένει έξω από την πόρτα,
είναι Κυριακή και δεν ακούγεται κανείς,
κανείς επικριτής του Ρολ δεν συγκρίνει
τη λευκότητα του τραπεζομάντιλου,
ο καφές αχνίζει, η κόκκινη μαρμελάδα
είναι πραγματικά κόκκινη,
κανείς δεν πιστεύει πως ταιριάζουν υπονοούμενα
σε τούτη την ώρα.
Είναι μόνος, μα θα μπορούσε
να φωνάξει και δεν θα ήταν πια,
τίποτα δεν τον εμποδίζει
να τα βλέπει όλα τέλεια μετά
το πρώτο τσιγάρο.
Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου: είσαι εντάξει,
αυτό το πρωί σου αξίζει.
Μα μόλις περιφέρεις το κεφάλι σου
στους δρόμους
όλα σου φαίνονται πάλι αλλιώς,
άντε μετά την ανάγνωση
της πρωινής εφημερίδας ή
όταν δεις τον μαλάκα που μένει πιο πέρα
και του πεις «Καλημέρα!»
.
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
**
Ο Nicolas Born (Νίκολας Μπορν) -φιλολογικό ψευδώνυμο του Κλάους - Γύργκεν Μπορν - γεννήθηκε το 1937 στο Ντούισμπουργκ και πέθανε το 1979 στην πόλη Λύχοβ- Ντάννενμπεργκ της Κάτω Σαξονίας.
Αρχικά άσκησε το επάγγελμα του τυπογράφου και αργότερα, μετά από τις πρώτες δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά, παρακολούθησε τις συνεδρίες του Λογοτεχνικού Συμποσίου στο Βερολίνο. Το ίδιο διάστημα εργάστηκε ως βιβλιοκριτικός σε εφημερίδες.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Η δεύτερη μέρα», εκδόθηκε το 1965 και ακολούθησε, το 1967, η ποιητική συλλογή «Αγορά». Μετά την συμμετοχή του στο «Διεθνές συγγραφικό εργαστήρι» του Πανεπιστημίου της Αϊόβα, επίστρεψε στην Γερμανία, όπου εξέδωσε -επηρεασμένος από την Pop και Beat αμερικανική ποίηση - την γνωστότερη ποιητική του συλλογή «Το μάτι της ανακάλυψης», το 1972.
Πολιτικά στρατευμένος κατά της πυρηνικής ενέργειας και έχοντας ήδη αποσυρθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, εξέδωσε τα μυθιστορήματα «Tο επικριτικό βλέμμα της Ιστορίας», το οποίο χαρακτηρίστηκε ως «μεγάλο γεγονός» από την κριτική της εποχής, και αργότερα, λίγο πριν πεθάνει, την «Παραχάραξη».
Ο Μπορν υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της πόλης του Μάιντς, καθώς και της αντίστοιχης Ακαδημίας του Ντούισμπουργκ. Μετά το 1975 ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής για την απονομή του λογοτεχνικού βραβείου «Πετράρχης».
Το 2004, είκοσι πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, η νεώτερη κόρη του, Καταρίνα Μπορν, εξέδωσε εκ νέου τα άπαντά του. Τον επόμενο χρόνο του απενεμήθη posthum (μετά θάνατον) το βραβείο Πέτερ Χούχελ.
.
Ένα μεσημέρι στο χωριό δεν αρκεί για να γραφτεί ένα ποίημα,
μα να΄το κιόλας που είναι εδώ.
Το είδα από το παράθυρο και μάλιστα
από μέσα.
Υπάρχει ένας παλιός καφέ καναπές.
Αυτή ήταν η θέση που στεκόταν ο καναπές.
Ο καναπές δεν θα ριζώσει πραγματικά ποτέ
όπως δεν ριζώνει και το έλατο του Μαύρου Δάσους.
Αυτός ο τόπος είναι άθλιος.
Τι θα κάνουμε με τον καναπέ όταν αρχίσουμε
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΖΩΗ στις πόλεις
ή αν οι πόλεις σκάσουν σαν φούσκες
για χάρη μιας αγάπης;
Τώρα όμως πρέπει να προσέξω να μη ριζώσω.
Ένα γκρίζο λούκι ζώνει το σπίτι το ίδιο όπως κι εσύ
περιστρέφεσαι γύρω μου λες και είμαι ριζωμένος:
«Να πλύνω τις κουρτίνες σήμερα
ή αύριο ή να τις αφήσω ακόμα;»
«Άσ΄τις βρε μάνα, αύριο φεύγω πάλι».
Σηκώνει το βλέμμα της έκπληκτη: «Κιόλας;»
Της ρίχνω μια φευγαλέα μελαγχολική ματιά,
κοιτάζω έξω λυπημένα τρία μικρά πουλιά
που λες κι έχουν ριζώσει στα κάγκελα του κήπου.
Εκείνη τη στιγμή μπαίνει μπροστά η θέρμανση
στο υπόγειο.
«Σε λίγο θα είναι πάλι ζεστά», μου λέει
κι εκπέμπει μια δυνατή ζεστασιά.
*
Παζολίνι
Είδα στο όνειρο μου να με πλησιάζει ο Παζολίνι
σε ένα πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ήταν όμορφος και αναβόσβηνε μπλε όπως τα αεροπλάνα:
ένας ηθοποιός για όλες τις δουλειές.
Τσαλαβουτούσε στα νερά, μπορούσε
να μικραίνει, να γίνεται κοντόχοντρος, μελαχρινός και ακοινώνητος,
πάντα όμως ήταν ο Παζολίνι και πάντα ένας άλλος.
Ύστερα στεκόταν μπροστά σε γιαπιά
ή κουνούσε το χέρι του γνέφοντας από τις σκαλωσιές.
Με το δάχτυλο έδειχνε παλιά αυτοκίνητα.
Ήταν εραστής
όλων των κατοίκων που ζούσαν στη χώρα
και με την κάμερα ανακάλυπτε τόπους
που δεν μπορούσε ύστερα να τους δει μέσα απ΄ τα σκούρα γυαλιά.
Οι εικόνες που φτιάχνω, θρηνούν, έλεγε. Θα μπορούσα
να κάνω βουβές ταινίες΄ πάνε χρόνια που
δεν έχω ακούσει πια λέξη.
Άρχισε να μου τρίβεται και
το΄βρισκα τελικά μια χαρά.
Ύστερα τον κατάπιε μια τρύπα.
Ένα αυτοκίνητο τυλίχτηκε στις φλόγες,
στη θάλασσα έπεφτε βροχή.
Το πανί της οθόνης ήταν πάλι τελείως λευκό.
*
Καλή-μέρα
Μια τέτοια μέρα είναι όμως καλή
μόνο αν είναι καλή.
Η νύχτα ήταν ήσυχη με ροή αίματος
κανονική και ομοιόμορφη,
τα πόδια υπακούν σε ένα
ελαφρύ τροχάδην στο διαμέρισμα.
Όποιος κάνει γαργάρες με ανοιχτό το παράθυρο
και λυγίζει τα γόνατα,
κινείται χαλαρά και αδιάφορα
μέσα σε ένα σύννεφο δυόσμου και χλωροφύλλης,
αυτός έχει την αίσθηση - ακόμα πολλή ώρα μετά το ντους -
του κρύου νερού απαλά σκουπισμένου στην πλάτη,
φορά φρεσκοπλυμένα ρούχα και έχει απολύτως
ελευθερωθεί απ΄την ακαθαρσία και την πιτυρίδα.
Το γάλα περιμένει έξω από την πόρτα,
είναι Κυριακή και δεν ακούγεται κανείς,
κανείς επικριτής του Ρολ δεν συγκρίνει
τη λευκότητα του τραπεζομάντιλου,
ο καφές αχνίζει, η κόκκινη μαρμελάδα
είναι πραγματικά κόκκινη,
κανείς δεν πιστεύει πως ταιριάζουν υπονοούμενα
σε τούτη την ώρα.
Είναι μόνος, μα θα μπορούσε
να φωνάξει και δεν θα ήταν πια,
τίποτα δεν τον εμποδίζει
να τα βλέπει όλα τέλεια μετά
το πρώτο τσιγάρο.
Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου: είσαι εντάξει,
αυτό το πρωί σου αξίζει.
Μα μόλις περιφέρεις το κεφάλι σου
στους δρόμους
όλα σου φαίνονται πάλι αλλιώς,
άντε μετά την ανάγνωση
της πρωινής εφημερίδας ή
όταν δεις τον μαλάκα που μένει πιο πέρα
και του πεις «Καλημέρα!»
.
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
**
Ο Nicolas Born (Νίκολας Μπορν) -φιλολογικό ψευδώνυμο του Κλάους - Γύργκεν Μπορν - γεννήθηκε το 1937 στο Ντούισμπουργκ και πέθανε το 1979 στην πόλη Λύχοβ- Ντάννενμπεργκ της Κάτω Σαξονίας.
Αρχικά άσκησε το επάγγελμα του τυπογράφου και αργότερα, μετά από τις πρώτες δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά, παρακολούθησε τις συνεδρίες του Λογοτεχνικού Συμποσίου στο Βερολίνο. Το ίδιο διάστημα εργάστηκε ως βιβλιοκριτικός σε εφημερίδες.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Η δεύτερη μέρα», εκδόθηκε το 1965 και ακολούθησε, το 1967, η ποιητική συλλογή «Αγορά». Μετά την συμμετοχή του στο «Διεθνές συγγραφικό εργαστήρι» του Πανεπιστημίου της Αϊόβα, επίστρεψε στην Γερμανία, όπου εξέδωσε -επηρεασμένος από την Pop και Beat αμερικανική ποίηση - την γνωστότερη ποιητική του συλλογή «Το μάτι της ανακάλυψης», το 1972.
Πολιτικά στρατευμένος κατά της πυρηνικής ενέργειας και έχοντας ήδη αποσυρθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του, εξέδωσε τα μυθιστορήματα «Tο επικριτικό βλέμμα της Ιστορίας», το οποίο χαρακτηρίστηκε ως «μεγάλο γεγονός» από την κριτική της εποχής, και αργότερα, λίγο πριν πεθάνει, την «Παραχάραξη».
Ο Μπορν υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της πόλης του Μάιντς, καθώς και της αντίστοιχης Ακαδημίας του Ντούισμπουργκ. Μετά το 1975 ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής για την απονομή του λογοτεχνικού βραβείου «Πετράρχης».
Το 2004, είκοσι πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, η νεώτερη κόρη του, Καταρίνα Μπορν, εξέδωσε εκ νέου τα άπαντά του. Τον επόμενο χρόνο του απενεμήθη posthum (μετά θάνατον) το βραβείο Πέτερ Χούχελ.
.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου