Αlfred Mombert, Ποιήματα
Αlfred Mombert, Ποιήματα
[Το φύλλο]
Χωρίς λάγνα αισθήματα, γεμάτος όμως αγάπη
έρχομαι και σου λέω:
-Με θέλεις;
Την άνοιξη μου αρέσει να κάθομαι
στους νοτισμένους κήπους
με τον αέρα να περνά
πάνω απ΄τις ανθισμένες βραγιές.
Ζυγώνει τότε ο γέρος κηπουρός
και πιάνουμε για λίγο την κουβέντα
για τα φυτά και τη γη του,
ενώ ένα πουλί στο δέντρο κελαηδεί.
Μιλάμε. Λέμε κι εμείς για όσα οι άνθρωποι μιλούν.
Ύστερα κόβω ένα φύλλο από το δέντρο
και το ακουμπώ στην ανοιχτή παλάμη σου
να νιώσεις, πως σου ανήκει η καρδιά μου.
*
Πρωινή προσευχή
Η μέρα χαράζει -μπορώ πια να φύγω.
Βυθίζομαι στην πολυθρόνα - η λάμπα καίει ακόμα…
Τι όμορφη που ήσουν, ω αμαρτία,
στο μεγάλο κρεβάτι,
με της νύχτας τα ολόλευκα πέπλα,
μες σε ύπνο ελαφρύ…
Άκαρδη!
Και εγώ να μη βλέπω πια αυτούς που με θέλουν,
να μη βλέπω στον κόσμο
άλλο εκτός από εσένα…
Τώρα ξέρω:
τα χείλη μου δεν άγγιξαν εσένα, αλλά την ψυχή μου!
Στέκεις μπροστά μου κι είσαι η ψυχή μου
σε σώμα μέσα και ορατή,
όμορφη, πολύ όμορφη,
χωρίς αγάπη - μόνο ομορφιά,
τόση ομορφιά…
Δάκρυα!
Σταυρώνω τα χέρια, προσεύχομαι,
προσεύχομαι για την ομορφιά σου,
για την ψυχή μου -
για δυο Θεούς.
*
[Αγαπημένη]
Αγαπημένη,
μες στο τραγούδι πνέω ενός πουλιού,
που τραγουδά το πάθος του το βραδινό
πάνω απ΄τα δέντρα
και στης πιο ψηλής κορφής τα δροσερά κλωνάρια,
ενώ στα πόδια του
ήλιος αιμάτινος, καυτός,
σβήνει βουλιάζοντας σε σκοτεινά χορτάρια΄
νιώσε, πώς θα΄ναι κάποτε η στιγμή
που θα σωπάσει ο κελαηδισμός
και η δική μου η ψυχή
από τα βάθη αόρατων δασών μονάχα πια θα ηχεί.
*
[Είναι ποίηση]
Στην πιο απόμερη γωνιά του όμορφου κήπου
σωριάζει ο κηπουρός τα παγωμένα φυτά
και τα μαραμένα κλαδιά.
Εκεί ΄ναι ωραία. Εκεί μ΄αρέσει να κάθομαι.
Λατρεύω τα αγκάθια και τα μαραμένα κλαδιά:
σε νύχτες φεγγαρόλουστες μου δίνουν
όσα έχει ανάγκη κάποιος για να ζει.
Βλέπω τον ποιητή να τριγυρνά στη φεγγαρόφωτη νύχτα,
να ψιθυρίζει τον ακούω κάτω από δέντρα ψηλά -
τι όμορφα!
Γιατί ΄ναι ποίηση
με ό, τι ο άνθρωπος τα πάθη του γλυκαίνει.
*
[Το πέπλο]
Ξύπνησα. Ξύπνησα και τα μάτια μου μένουν ορθάνοιχτα, ακίνητα
και σκοτεινά.
Ξύπνησα. Ναι, ξύπνησα…
Στον ύπνο άπλωσαν
επάνω μου ένα μαύρο πέπλο΄
κάποιοι μερίμνησαν, μόχθησαν,
χέρια πολλά μετείχαν στο έργο -
έγιναν όλα γρήγορα και αποφασιστικά…
Φωνάζω τ΄όνομά μου μες στη γκρίζα χαραυγή:
«Είναι κάποιος εδώ ή είμαι μόνο εγώ τελείως μόνος;
Υπάρχει κάποιος που να με γνωρίζει στη ζωή; Στον Κάτω Κόσμο;
Υπάρχει κάποιος και για μένα να νοιαστεί;»
Ξύπνησα. Ξύπνησα και τα μάτια μου μένουν ορθάνοιχτα, ακίνητα
και σκοτεινά.
Ω …νιώθω το πέπλο
μαύρο επάνω μου
να με σκεπάζει.
.
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
*
Ο Άλφρεντ Μόμπερτ , ο «χαροκόπος τ΄ουρανού» όπως ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του, γεννήθηκε το 1872 στην Καρλσρούη και πέθανε το 1942 στο Βίντερτουρ της Ελβετίας.
Σπούδασε Νομικές Επιστήμες στα Πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης, της Λειψίας και του Βερολίνου και εργάστηκε ως δικηγόρος μέχρι το 1906, χρονιά που εγκατέλειψε την δικηγορία, για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Το 1928 έγινε μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Τεχνών, από την οποία αποβλήθηκε το 1933 από τους εθνικοσοσιαλιστές εξαιτίας της εβραϊκής του καταγωγής, ενώ ταυτόχρονα απαγορεύθηκε και η κυκλοφορία των βιβλίων του.
Μεταξύ των ετών 1940 - 1941 φυλακίστηκε στο στρατόπεδο Camp de Gurs στην Νότια Γαλλία. Απελευθερώθηκε ύστερα από παρέμβαση του φίλου του Χανς Ράινχαρτ και μετοίκησε στην Ελβετία, όπου σύντομα απεβίωσε εξασθενημένος και βαριά άρρωστος.
Το έργο του Μόμπερτ ακολουθεί την λυρική παράδοση των Φρίντριχ Χέλντερλιν και Φρίντριχ Νίτσε με εμφανείς τις επιρροές των Στέφαν Γκεόργκε και Ράινερ Μαρία Ρίλκε.
.
* Η μετάφραση των ποιημάτων του Α. Μ. έγινε από την συλλογή «Hundert Gedichte vom himmlischen Zecher», Καρλσρούη, 1993
[Το φύλλο]
Χωρίς λάγνα αισθήματα, γεμάτος όμως αγάπη
έρχομαι και σου λέω:
-Με θέλεις;
Την άνοιξη μου αρέσει να κάθομαι
στους νοτισμένους κήπους
με τον αέρα να περνά
πάνω απ΄τις ανθισμένες βραγιές.
Ζυγώνει τότε ο γέρος κηπουρός
και πιάνουμε για λίγο την κουβέντα
για τα φυτά και τη γη του,
ενώ ένα πουλί στο δέντρο κελαηδεί.
Μιλάμε. Λέμε κι εμείς για όσα οι άνθρωποι μιλούν.
Ύστερα κόβω ένα φύλλο από το δέντρο
και το ακουμπώ στην ανοιχτή παλάμη σου
να νιώσεις, πως σου ανήκει η καρδιά μου.
*
Πρωινή προσευχή
Η μέρα χαράζει -μπορώ πια να φύγω.
Βυθίζομαι στην πολυθρόνα - η λάμπα καίει ακόμα…
Τι όμορφη που ήσουν, ω αμαρτία,
στο μεγάλο κρεβάτι,
με της νύχτας τα ολόλευκα πέπλα,
μες σε ύπνο ελαφρύ…
Άκαρδη!
Και εγώ να μη βλέπω πια αυτούς που με θέλουν,
να μη βλέπω στον κόσμο
άλλο εκτός από εσένα…
Τώρα ξέρω:
τα χείλη μου δεν άγγιξαν εσένα, αλλά την ψυχή μου!
Στέκεις μπροστά μου κι είσαι η ψυχή μου
σε σώμα μέσα και ορατή,
όμορφη, πολύ όμορφη,
χωρίς αγάπη - μόνο ομορφιά,
τόση ομορφιά…
Δάκρυα!
Σταυρώνω τα χέρια, προσεύχομαι,
προσεύχομαι για την ομορφιά σου,
για την ψυχή μου -
για δυο Θεούς.
*
[Αγαπημένη]
Αγαπημένη,
μες στο τραγούδι πνέω ενός πουλιού,
που τραγουδά το πάθος του το βραδινό
πάνω απ΄τα δέντρα
και στης πιο ψηλής κορφής τα δροσερά κλωνάρια,
ενώ στα πόδια του
ήλιος αιμάτινος, καυτός,
σβήνει βουλιάζοντας σε σκοτεινά χορτάρια΄
νιώσε, πώς θα΄ναι κάποτε η στιγμή
που θα σωπάσει ο κελαηδισμός
και η δική μου η ψυχή
από τα βάθη αόρατων δασών μονάχα πια θα ηχεί.
*
[Είναι ποίηση]
Στην πιο απόμερη γωνιά του όμορφου κήπου
σωριάζει ο κηπουρός τα παγωμένα φυτά
και τα μαραμένα κλαδιά.
Εκεί ΄ναι ωραία. Εκεί μ΄αρέσει να κάθομαι.
Λατρεύω τα αγκάθια και τα μαραμένα κλαδιά:
σε νύχτες φεγγαρόλουστες μου δίνουν
όσα έχει ανάγκη κάποιος για να ζει.
Βλέπω τον ποιητή να τριγυρνά στη φεγγαρόφωτη νύχτα,
να ψιθυρίζει τον ακούω κάτω από δέντρα ψηλά -
τι όμορφα!
Γιατί ΄ναι ποίηση
με ό, τι ο άνθρωπος τα πάθη του γλυκαίνει.
*
[Το πέπλο]
Ξύπνησα. Ξύπνησα και τα μάτια μου μένουν ορθάνοιχτα, ακίνητα
και σκοτεινά.
Ξύπνησα. Ναι, ξύπνησα…
Στον ύπνο άπλωσαν
επάνω μου ένα μαύρο πέπλο΄
κάποιοι μερίμνησαν, μόχθησαν,
χέρια πολλά μετείχαν στο έργο -
έγιναν όλα γρήγορα και αποφασιστικά…
Φωνάζω τ΄όνομά μου μες στη γκρίζα χαραυγή:
«Είναι κάποιος εδώ ή είμαι μόνο εγώ τελείως μόνος;
Υπάρχει κάποιος που να με γνωρίζει στη ζωή; Στον Κάτω Κόσμο;
Υπάρχει κάποιος και για μένα να νοιαστεί;»
Ξύπνησα. Ξύπνησα και τα μάτια μου μένουν ορθάνοιχτα, ακίνητα
και σκοτεινά.
Ω …νιώθω το πέπλο
μαύρο επάνω μου
να με σκεπάζει.
.
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
*
Ο Άλφρεντ Μόμπερτ , ο «χαροκόπος τ΄ουρανού» όπως ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του, γεννήθηκε το 1872 στην Καρλσρούη και πέθανε το 1942 στο Βίντερτουρ της Ελβετίας.
Σπούδασε Νομικές Επιστήμες στα Πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης, της Λειψίας και του Βερολίνου και εργάστηκε ως δικηγόρος μέχρι το 1906, χρονιά που εγκατέλειψε την δικηγορία, για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Το 1928 έγινε μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Τεχνών, από την οποία αποβλήθηκε το 1933 από τους εθνικοσοσιαλιστές εξαιτίας της εβραϊκής του καταγωγής, ενώ ταυτόχρονα απαγορεύθηκε και η κυκλοφορία των βιβλίων του.
Μεταξύ των ετών 1940 - 1941 φυλακίστηκε στο στρατόπεδο Camp de Gurs στην Νότια Γαλλία. Απελευθερώθηκε ύστερα από παρέμβαση του φίλου του Χανς Ράινχαρτ και μετοίκησε στην Ελβετία, όπου σύντομα απεβίωσε εξασθενημένος και βαριά άρρωστος.
Το έργο του Μόμπερτ ακολουθεί την λυρική παράδοση των Φρίντριχ Χέλντερλιν και Φρίντριχ Νίτσε με εμφανείς τις επιρροές των Στέφαν Γκεόργκε και Ράινερ Μαρία Ρίλκε.
.
* Η μετάφραση των ποιημάτων του Α. Μ. έγινε από την συλλογή «Hundert Gedichte vom himmlischen Zecher», Καρλσρούη, 1993
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου