Ingeborg Bachmann, Ποιήματα


 Ingeborg Bachmann, Ποιήματα

 Σχετική εικόνα

 [Εγώ]

Σκλαβιά δεν αντέχω –
Είμαι πάντα εγώ.
Αν κάτι λαχταρά να με λυγίσει,
Ας σπάσω καλύτερα.
 
Μα αν έρθει μοίρα σκληρή
Ή η ανθρώπινη βία –
Εδώ, έτσι είμαι κι έτσι θα μείνω΄
Έτσι θα μείνω, μέχρι να έχω δύναμη.
 
Γι ΄αυτό και είμαι πάντα μόνο ένα:
Είμαι πάντα εγώ.
Αν ανεβαίνω , ανεβαίνω ψηλά.
Αν πέφτω, πέφτω τελείως.
 

Στον απόηχο γκρίζων ημερών

Μια ώρα μόνο ελεύθερη ας ήμουν!
Ελεύθερη, μακριά!
Όπως νυχτερινά τραγούδια ψηλά στους αιθέρες.
Πως θα΄θελα
να πετάξω ψηλά πάνω απ΄τις μέρες
αναζητώντας τη λήθη…
Πάνω από σκοτεινά νερά
στα λευκά ρόδα να φτάσω,
να δώσω στην ψυχή μου φτερά
και, ω Θεέ, την πίκρα από νύχτες ατέλειωτες
πια να ξεχάσω,
τότε που τα μάτια ανοίγουν σαν σφαίρες
από μια ανείπωτη φτώχεια.
Δάκρυα κυλούν στα μάγουλά μου
από νύχτες παραφροσύνης,
λύσσας για μιαν ελπίδα δυνατή,
πόθου να σπάσω τις αλυσίδες
και να πιω φως…
Μια ώρα μόνο ας ήμουν στο φως!
Μια ώρα μόνο ελεύθερη ας ήμουν!


*

Ο ληξιπρόθεσμος χρόνος

Έρχονται δύσκολες μέρες.
Η λήξη του επί πιστώσει χρόνου
είναι ορατή στον ορίζοντα.
Σε λίγο θα΄ναι ώρα πια να βάλεις τα παπούτσια,
και πίσω στα αλίπεδα να διώξεις πάλι τα σκυλιά.
Γιατί τα σπλάχνα των ψαριών
ξύλιασαν στον αέρα,
λίγη στα λούπινα απόμεινε να φέγγει ζωή
και το βλέμμα σου
φερμάρει στην ομίχλη
τη λήξη του επί πιστώσει χρόνου,
που είναι πια ορατή στον ορίζοντα.
Αντίπερα βουλιάζει η αγαπημένη σου στην άμμο,
που ανεβαίνει μέχρι τα κυματιστά της τα μαλλιά,
τη διακόπτει ενώ μιλά,
την προστάζει να πάψει,
τη βρίσκει θνητή
και θεληματική στο χωρισμό
μετά από κάθε αγκάλιασμα.
Πίσω σου μην κοιτάξεις ΄
βάλε τα παπούτσια΄
διώξε να φύγουν τα σκύλιά΄
ρίξε στη θάλασσα τα ψάρια΄
σβήσε τα λούπινα!
Έρχονται δύσκολες μέρες.


*
Φραγμοί

Μα κι αν φώτα ανάβεις
και μεγάλες φωτιές
με απέραντη λάμψη
δίχως τέλος΄
στα μαγνάδια καπνού κι αν πετάς
αναμμένους πυρσούς που ριγούν΄
και το βιος σου αν σκορπάς
από μάτια ή καρδιά,
μόνο απόπειρα πάντοτε μένει,
δρόμος ψηλαφιστός,
μόνο η εικόνα σου πάντα εκείνη,
που κρατάς απ΄το φως.

*
Ακόμα φοβάμαι


Φοβάμαι ακόμα να σε δέσω με το νήμα της πνοής μου,
με ρούχο να σε ντύσω του ονείρου τις γαλάζιες σημαίες,
πλάι στις ανταριασμένες πύλες του ερεβώδη πύργου μου
δάδες να ανάψω, μήπως με βρεις…
Φοβάμαι ακόμα από την αχνοφεγγιά ημερών να σ΄αποσπάσω,
απ΄τη χρυσή την πτώση της ηλιοροής του χρόνου,
όταν πάνω απ΄την τρομερή του φεγγαριού την όψη
αφρίζει η καρδιά μου ασημιά.
Τα μάτια σήκωσε και μη με κοιτάς!
Γέρνουν το ανάστημα τους οι σημαίες, οι δάδες έγιναν στάχτη
και το φεγγάρι γράφει την τροχιά του.
Είναι καιρός να έρθεις, μένος ιερό, να με κρατήσεις!


*
Hôtel de la Paix

Τα τριαντάφυλλα βαριά σωριάζονται αθόρυβα απ΄τους τοίχους
και μέσα απ΄το χαλί διακρίνονται το χώμα κι ο βυθός.
Σπάει η φωτεινή καρδιά της λάμπας.
Σκοτάδι. Βήματα.
Στη θέα του θανάτου ασφαλίζει ο σύρτης.
*
Αποξένωση
 
Στα δέντρα δεν αναγνωρίζω δέντρα πια.
Δεν έχουν φύλλα τα κλαδιά να κρατηθούν στον άνεμο.
Όλο γλύκα οι καρποί, αλλά χωρίς αγάπη.
Ούτε καν που χορταίνουν.
Και τώρα;
Μπροστά στα μάτια μου το δάσος δραπετεύει,
μπροστά στ’ αυτιά μου κλείνουν τα πουλιά το στόμα,
να γείρω επάνω τους δεν στέργουν τα λιβάδια.
Χορτάτη είμαι από χρόνο,
μα αυτόν λαχταρώ.
Και τώρα;


Θα καίνε στα βουνά τις νύχτες οι φωτιές.
Ν΄αρχίσω να τα πλησιάζω όλα πάλι;

Δεν βλέπω σε κανένα δρόμο μια οδό.



*

Αλάτι και ψωμί

Τώρα πια στέλνει ο άνεμος τις ράγες πρωτύτερα,
θα ακολουθήσουμε σε αργούς συρμούς
και τούτα τα νησιά θα κατοικήσουμε,
εμπιστοσύνη έναντι εμπιστοσύνης.
Στό χέρι τού πιο γέρου φίλου μου επιστρέφω
το αξίωμά μου - τώρα διοικεί ο άντρας της βροχής
το σκοτεινό μου σπίτι και στο μητρώο χρεών
τις γραμμές συμπληρώνει που τράβηξα,
από τότε που πιο σπάνια έγινα.
Εσύ, με επίσημη στολή στο χρώμα το λευκό του πυρετού,
οδηγείς τους εξόριστους μέσα και σχίζεις
απ’ την σάρκα των κάκτων ένα αγκάθι
- σημάδι της λιγοθυμιάς
που άβουλοι προσκυνάμε.
Ξέρουμε,
πως της ηπείρου αιχμάλωτοι θα μείνουμε
και θα υποκύψουμε ξανά στις προσβολές της
και ότι οι παλίρροιες της αλήθειας
θα είναι συχνότερες.
Μα βέβαια στο βράχο κοιμάται
το ελάχιστα επιφωτισμένο κρανίο,
το νύχι του ζώου κρέμεται στο νύχι
στο σκούρο πέτρωμα και επουλωμένα
είναι τα στίγματα στου ηφαιστείου το μενεξεδί.
Απ’ τις μεγάλες καταιγίδες του φωτός
καμιά τους τις ζωές δεν άγγιξε
Έτσι παίρνω από το αλάτι,
σαν μας καλύψει η θάλασσα
και επιστρέφω
και πάνω στο κατώφλι το αποθέτω
και μπαίνω στο σπίτι.
Μοιράζουμε ένα ψωμί με την βροχή,
ένα ψωμί, ένα φταίξιμο και ένα σπίτι.

*
Απόδειξη για το τίποτα

Ξέρεις, μητέρα, όταν τα μήκη και τα πλάτη
τον τόπο δεν θα αναφέρουν, πως τα παιδιά σου
από την σκοτεινή γωνιά του κόσμου θα σου γνέφουν;
Σταματάς, όπου οι δρόμοι περιπλέκονται
και διαθέσιμη είναι η καρδιά σου για όλους τους άλλους.
Δεν αντέχουμε πολύ, πετάμε εδώ κι εκεί τα έργα μας
και κοιτάζουμε πίσω. Μα ο καπνός πάνω από την πυρά
δε μας αφήνει τη φωτιά να δούμε.
Ρώτα: κανένα δεν ξανάρχεται; Οδηγημένοι προς τα κάτω
απ’ το νήμα της στάθμης,
όχι στην κατεύθυνση του ουρανού, φέρνουμε
πράγματα στο φως που εντός τους κατοικεί εξόντωση
και η δύναμη
να διασκορπιστούμε. Όλα αυτά είναι μια απόδειξη
για το τίποτα και που κανένας δε ζήτησε.
Αν τη φωτιά ανάψεις εξ’ αρχής, παρουσιαζόμαστε αγνώριστοι,
μουντζουρωμένοι, μπρος στο λευκό σου πρόσωπο.
Κλάψε! Όμως μη μας γνέφεις.

*
Αστέρια τον Μάρτη

Ακόμα απέχει η σπορά. Προβάλλουν
τα μπροστά χωράφια στη βροχή και αστέρια τον Μάρτη.
Στον τύπο άκαρπων σκέψεων
αφήνεται πειθήνια το σύμπαν όπως στο παράδειγμα
με το φως που δεν φτάνει στο χιόνι.
Θα υπάρχει και σκόνη κάτω απ’ το χιόνι
κι ό,τι δεν σάπισε, της σκόνης
η μετέπειτα τροφή. Ω άνεμε που παίρνεις!
Ξανά ανοίγουν άροτρα τη μαύρη γη.
Οι μέρες θέλουν να γίνουν μακρύτερες.
Σε τέτοιες μέρες κάποιος μας σπέρνει ανίδεους
σε κείνες τις στραβές και ίσιες γραμμές
και αστέρια αποσύρονται. Προκόβουμε
ή χαλάμε στα χωράφια αδιάκριτα,
υπάκουοι στη βροχή και εντέλει και στο φως.

*


[Καθώς χτυπά η οπλή της νύχτας]

Καθώς χτυπά η οπλή της νύχτας, του μαύρου άλογου
μπροστά στην πύλη,
τρέμει η καρδιά μου ακόμα όπως παλιά και τη σέλα
μου πετά στον αέρα,
κόκκινη όπως το καπίστρι που ο Διομήδης μου δάνεισε.
Σφοδρός ορμά απ’ εμπρός μου ο άνεμος σε δρόμο σκοτεινό
στα δυο μοιράζοντας
τους σκούρους όγκους των σγουρών των δέντρων που κοιμούνται,
ώστε οι υγροί απ’ το φεγγαρόφωτο καρποί
πάνω σε ώμο και σπαθί πηδάνε τρομαγμένοι,
με σηκωμένο το μαστίγιο εγώ
ένα σβησμένο αστέρι σημαδεύω.
Μοναδική φορά που συγκρατώ το βήμα,
τα άπιστά σου χείλη να φιλήσω
και τα μαλλιά σου στα χαλινάρια πιάνονται,
το υπόδημά σου σέρνεται μέσα στη σκόνη.
Και ακούω την ανάσα σου ακόμα
και τη λέξη που μ’ αυτή με χτύπησες.

*
Η Βοημία βρέχεται από θάλασσα

Υπάρχουν εδώ πέρα σπίτια πράσινα, τότε θα μπω σε σπίτι.
Σαν ειν’ οι γέφυρες εδώ γερές, σε καλή γη βαδίζω.
Αν η αγάπη είναι χαμένος κόπος δια παντός, εδώ καλύτερα ας τη χάσω.
Δεν ειμ’ εγώ; Τότε είναι ένας που είναι σαν εμένα καλός.
Μια λέξη αν με συνορεύει εδώ, να συνορεύει την αφήνω.
Κι αν βρέχεται η Βοημία ακόμα από θάλασσα, στις θάλασσες
θε να πιστέψω πάλι.
Στη θάλασσα πιστεύοντας, έχω ελπίδα ακόμα για στεριά.
Αν είμαι εγώ, τότε είναι καθένας που είναι περίπου όπως εγώ.
Για μένα τίποτα δεν θέλω πια. Θέλω στα βάθη να χαθώ.
Στα βάθη – δηλαδή στη θάλασσα, εκεί τη Βοημία θα ξαναβρώ.
Προς τα βάθη στραμμένη, ήσυχη θα ξυπνώ.
Τώρα εκ βάθους ξέρω – και δεν έχω χαθεί.
Ελάτε εδώ, όλοι εσείς οι Βοημοί, θαλασσοπόροι, πόρνες του λιμανιού,
καράβια δίχως αγκυροβόλι.
Δεν θέλετε να είστε Βοημοί, οι Ιλλυριοί, οι Βερονέζοι, οι Βενετσιάνοι όλοι.
Τις κωμωδίες παίξετε που φέρνουν γέλια
Κι είναι για κλάματα. Και σφάλετε εκατό φορές,
σαν έσφαλα κι εγώ, ουδέποτε δοκιμασίες περνώντας,
μα τις ξεπέρασα τη μια ή την άλλη τη φορά.
Όπως τις πέρασε η Βοημία και μια ωραία μέρα
της δόθηκε η χάρη να απλωθεί ως τη θάλασσα
και τώρα βρέχεται από νερό.
Φθάνω ακόμα στα όρια μιας λέξης και μιας άλλης χώρας,
συνορεύω, έστω και λίγο, με όλα όλο και πιο πολύ,
ένας Βοημός, ένας περιπλανώμενος που τίποτα δεν έχει
και τίποτα δεν τον κρατεί,
έχοντας πια μόνο το προίκισμα, απ’ την επίμαχη τη θάλασσα,
να βλέπω στεριά δικής μου επιλογής.

*

Ξύλο και πριονίδια

Για τις μεγάλες σφήκες δε θα πω,
γιατί αναγνωρίζονται εύκολα.
Οι τρέχουσες επαναστάσεις επίσης
δεν είναι επικίνδυνες.
Ο θάνατος ως επακόλουθο του θόρυβου
είναι ανέκαθεν αποφασισμένος
Όμως απ’ τα εφήμερα και τις γυναίκες
προφύλαξε τον εαυτό σου, από τους κυνηγούς της Κυριακής,
τους εξωραϊστές, τους αναποφάσιστους και τους καλοπροαίρετους,
απρόσβλητοι από κάθε περιφρόνηση.
Φρύγανο φέρναμε απ’ τα δάση και κορμούς,
κι ο ήλιος ήθελε πολύ για μας ακόμα ν’ ανατείλει.
ζαλισμένη απ’ το χαρτί στον ιμάντα
δεν διακρίνω πλέον τα κλαδιά,
ούτε τα βρύα, φύραμα σε πιο σκούρα μελάνια,
ούτε τη λέξη, στους φλοιούς κομμένη,
αληθινή και καταμετρημένη.
Φθαρμένα φύλλα, ταινίες με αποφθέγματα,
μαύρες αφίσες… Μέρα και νύχτα σείεται,
κάτω από τούτα και εκείνα τα αστέρια,
η μηχανή της πίστης. Όμως στο ξύλο,
όσο ακόμα είναι πράσινο
και με χολή, όσο ακόμα είναι πικρή, διατίθεμαι να γράφω
ό,τι ήταν στην αρχή!
Κοιτάξτε να μείνετε άγρυπνοι!
Τα ίχνη του πριονιδιού που πέταξε,
ακολουθεί το σμήνος απ’ τις σφήκες
και στην πηγή ανατριχιάζει το μαλλί στον πειρασμό
που άλλοτε μας κατέβαλε.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις