Heiner Müller, Ποιήματα
Heiner Müller, Ποιήματα
Eικόνες
Οι εικόνες στην αρχή είναι το παν. Έχουν αντοχή.
Ευρυχωρία.
Όμως τα όνειρα πήζουν. Παίρνουν μορφή και καταλήγουν
σε απογοήτευση.
Ούτε και αυτόν τον ουρανό άλλο πια δε σηκώνουν. Το σύννεφο
απ΄ το αεροπλάνο μοιάζει καταχνιά που κρύβει τη θέα. O γερανός, απλώς πουλί.
Ακόμη και τον Κομμουνισμός - εικόνα καταληκτική, κάποτε ζωογόνα,
γιατί ξεπλένονταν πάλι και πάλι μ΄αίμα - οι άχρωμες ημέρες
τον ανταμείβουν με ψίχουλα, με δεκάρες θαμπές
που στάζουν ιδρώτα.
Ερείπια τα μεγάλα ποιήματα,
όπως κορμιά που αγαπήθηκαν καιρό
και τώρα πια απόμειναν παροπλισμένα, σε μι΄ άκρη παραπεταμένα
από το γένος των αχόρταγων προσωρινών.
Μιζέρια κρυμμένη στους στίχους,
πάνω στα κόκαλα ο Λιθοφόρος ευτυχισμένος.
Γιατί το Ωραίο σημαίνει το πιθανό τέλος του τρόμου.
*
[Χθες, στο ηλιόλουστο απόγευμα]
ΧΘΕΣ, ΣΤΟ ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ,
Όπως διέσχιζα τη νεκρή πόλη Βερολίνο
Έχοντας επιστρέψει από κάποιο εξωτερικό,
Ένιωσα πρώτη φορά την ανάγκη
Να ξεθάψω τη γυναίκα μου απ΄το νεκροταφείο
-Δυο γεμάτες φτυαριές της είχα ο ίδιος ρίξει -
Να δω τι είχε απομείνει από κείνη
-Οστά που δεν αντίκρισα ποτέ -
Να πάρω το κρανίο της στα χέρια
Να φανταστώ, πώς ήταν στο πρόσωπο
Πίσω απ΄τις μάσκες που φορούσε
Στους δρόμους της νεκρής πόλης του Βερολίνου και άλλων πόλεων,
Όταν ακόμα την κάλυπτε κρέας.
Δεν ενέδωσα στην επιθυμία
Φοβούμενος την αστυνομία και τα κουτσομπολιά των φίλων.
*
Μπρεχτ
Έζησε πράγματι σε σκοτεινούς καιρούς.
Οι καιροί έφεξαν.
Οι καιροί μαύρισαν κι άλλο.
Αν πει το φως, εγώ είμαι το σκοτάδι,
Λέει την αλήθεια.
Αν πει το έρεβος, είμαι
Το φέγγος, δεν λέει ψέματα.
*
(Φωτο: Χρήστος Δημάκης)
.
Βερολίνο 14.12.94
ΞΕΝΗ ΜΑΤΙΑ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Μέσα από το κελί μου μπροστά στο άδειο φύλλο.
Στο μυαλό μου ένα Δράμα που δεν θα΄χει κοινό
Κουφοί οι νικητές, οι νικημένοι βουβοί.
Μια ξένη ματιά σε μια ξένη πόλη.
Τα σύννεφα περνούν γκριζοκίτρινα απ΄ το παράθυρο,
Λευκόγκριζα τα περιστέρια χέζουν το Βερολίνο.
*
Αίνιγμα
Ο πατέρας μου έχει δυο πόδια΄
Το ένα είναι ξύλινο.
Το έχει απ΄τον πόλεμο. Μαντέψτε τώρα:
Για ποιο είναι περήφανος;
*
Ο πατέρας
Ι.
Ίσως ένας νεκρός πατέρας
Να είναι καλύτερος πατέρας. Ο πιο καλός
Είναι ο πατέρας που γεννήθηκε νεκρός.
Όλο ξαναφυτρώνουν αγριόχορτα στα σύνορα.
Πρέπει συνέχεια να ξεριζώνονται τα χόρτα,
Αυτά που καλύπτουν τα σύνορα.
ΙΙ.
Θα΄θελα ο πατέρας μου να ήταν καρχαρίας
Που έχει ξεσχίσει τα κορμιά σαράντα φαλαινοκυνηγών,
(Εγώ θα είχα μάθει κολύμπι στο αίμα τους)
Η μάνα μου γαλάζια φάλαινα, το όνομά μου Λωτρεαμόν,
Πεθαμένος στο Παρίσι
Το 1871, άγνωστος.
*
[Άρχισα χθες]
ΑΡΧΙΣΑ ΧΘΕΣ
Να σε σκοτώνω καρδιά μου.
Τώρα αγαπώ
Το πτώμα σου.
Όταν πεθάνω,
Η σκόνη μου θα ουρλιάζει το όνομά σου.
*
[Ο έρωτας μου]
Ο έρωτας μου είναι δυνατός
Σαν τη φωτιά,
Σαν την ομίχλη που εφορμά σε ασφαλτένιες πόλεις,
Σαν ήλιος που μπροστά του μένουν τα τοπία γυμνά,
Σαν το φεγγάρι που κυλιέται σε πλατείες,
Σαν άνεμος, των δέντρων ο τυμπανιστής,
Σαν δάσος, από όπου φτιάχνονται τα φέρετρα.
.
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
Eικόνες
Οι εικόνες στην αρχή είναι το παν. Έχουν αντοχή.
Ευρυχωρία.
Όμως τα όνειρα πήζουν. Παίρνουν μορφή και καταλήγουν
σε απογοήτευση.
Ούτε και αυτόν τον ουρανό άλλο πια δε σηκώνουν. Το σύννεφο
απ΄ το αεροπλάνο μοιάζει καταχνιά που κρύβει τη θέα. O γερανός, απλώς πουλί.
Ακόμη και τον Κομμουνισμός - εικόνα καταληκτική, κάποτε ζωογόνα,
γιατί ξεπλένονταν πάλι και πάλι μ΄αίμα - οι άχρωμες ημέρες
τον ανταμείβουν με ψίχουλα, με δεκάρες θαμπές
που στάζουν ιδρώτα.
Ερείπια τα μεγάλα ποιήματα,
όπως κορμιά που αγαπήθηκαν καιρό
και τώρα πια απόμειναν παροπλισμένα, σε μι΄ άκρη παραπεταμένα
από το γένος των αχόρταγων προσωρινών.
Μιζέρια κρυμμένη στους στίχους,
πάνω στα κόκαλα ο Λιθοφόρος ευτυχισμένος.
Γιατί το Ωραίο σημαίνει το πιθανό τέλος του τρόμου.
*
[Χθες, στο ηλιόλουστο απόγευμα]
ΧΘΕΣ, ΣΤΟ ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ,
Όπως διέσχιζα τη νεκρή πόλη Βερολίνο
Έχοντας επιστρέψει από κάποιο εξωτερικό,
Ένιωσα πρώτη φορά την ανάγκη
Να ξεθάψω τη γυναίκα μου απ΄το νεκροταφείο
-Δυο γεμάτες φτυαριές της είχα ο ίδιος ρίξει -
Να δω τι είχε απομείνει από κείνη
-Οστά που δεν αντίκρισα ποτέ -
Να πάρω το κρανίο της στα χέρια
Να φανταστώ, πώς ήταν στο πρόσωπο
Πίσω απ΄τις μάσκες που φορούσε
Στους δρόμους της νεκρής πόλης του Βερολίνου και άλλων πόλεων,
Όταν ακόμα την κάλυπτε κρέας.
Δεν ενέδωσα στην επιθυμία
Φοβούμενος την αστυνομία και τα κουτσομπολιά των φίλων.
*
Μπρεχτ
Έζησε πράγματι σε σκοτεινούς καιρούς.
Οι καιροί έφεξαν.
Οι καιροί μαύρισαν κι άλλο.
Αν πει το φως, εγώ είμαι το σκοτάδι,
Λέει την αλήθεια.
Αν πει το έρεβος, είμαι
Το φέγγος, δεν λέει ψέματα.
*
(Φωτο: Χρήστος Δημάκης)
.
Βερολίνο 14.12.94
ΞΕΝΗ ΜΑΤΙΑ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Μέσα από το κελί μου μπροστά στο άδειο φύλλο.
Στο μυαλό μου ένα Δράμα που δεν θα΄χει κοινό
Κουφοί οι νικητές, οι νικημένοι βουβοί.
Μια ξένη ματιά σε μια ξένη πόλη.
Τα σύννεφα περνούν γκριζοκίτρινα απ΄ το παράθυρο,
Λευκόγκριζα τα περιστέρια χέζουν το Βερολίνο.
*
Αίνιγμα
Ο πατέρας μου έχει δυο πόδια΄
Το ένα είναι ξύλινο.
Το έχει απ΄τον πόλεμο. Μαντέψτε τώρα:
Για ποιο είναι περήφανος;
*
Ο πατέρας
Ι.
Ίσως ένας νεκρός πατέρας
Να είναι καλύτερος πατέρας. Ο πιο καλός
Είναι ο πατέρας που γεννήθηκε νεκρός.
Όλο ξαναφυτρώνουν αγριόχορτα στα σύνορα.
Πρέπει συνέχεια να ξεριζώνονται τα χόρτα,
Αυτά που καλύπτουν τα σύνορα.
ΙΙ.
Θα΄θελα ο πατέρας μου να ήταν καρχαρίας
Που έχει ξεσχίσει τα κορμιά σαράντα φαλαινοκυνηγών,
(Εγώ θα είχα μάθει κολύμπι στο αίμα τους)
Η μάνα μου γαλάζια φάλαινα, το όνομά μου Λωτρεαμόν,
Πεθαμένος στο Παρίσι
Το 1871, άγνωστος.
*
[Άρχισα χθες]
ΑΡΧΙΣΑ ΧΘΕΣ
Να σε σκοτώνω καρδιά μου.
Τώρα αγαπώ
Το πτώμα σου.
Όταν πεθάνω,
Η σκόνη μου θα ουρλιάζει το όνομά σου.
*
[Ο έρωτας μου]
Ο έρωτας μου είναι δυνατός
Σαν τη φωτιά,
Σαν την ομίχλη που εφορμά σε ασφαλτένιες πόλεις,
Σαν ήλιος που μπροστά του μένουν τα τοπία γυμνά,
Σαν το φεγγάρι που κυλιέται σε πλατείες,
Σαν άνεμος, των δέντρων ο τυμπανιστής,
Σαν δάσος, από όπου φτιάχνονται τα φέρετρα.
.
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου