Hans Magnus Enzensberger, Ποιήματα

Hans Magnus Enzensberger, Ποιήματα

Αποτέλεσμα εικόνας για hans magnus enzensberger








Περίπτερο

Στην άλλη γωνιά
οι τρεις γερασμένες αδελφές
στην ξύλινη παράγκα τους.
Καλοσυνάτα προσφέρουν
φόνους δηλητήρια πολέμους
στην ευγενή πελατεία τους
για πρωινό.
Ωραίος καιρός σήμερα. Άστεγοι
που τρώνε σκυλοτροφή. Ιδιοκτήτες,
που ασφυκτιούν σε βίλες
ανάμεσα σε μορφές Ταναγραίων
και άλλων υπάρξεων
και ακριβείς στην ώρα τους, με το που βγαίνει
ο ήλιος, χάνονται σε τράπεζες,
αλλόκοτοι όπως τα μαμούθ
με τους σγουρούς χαυλιόδοντες
ή τα αλογάκια της Παναγίας.
Δεν με ενοχλούν -
αρέσει και σε μένα να ψωνίζω
απ΄τις Μοίρες.


*

Οι πλούσιοι

Απ΄όπου κι αν προβάλλουν πάντα,
αποτελούν ασύλληπτες ορδές! Μετά από κάθε συμφορά
σέρνονται έξω απ΄τα ερείπια
ατάραχοι΄
από το μάτι της βελόνας
ξεπηδούν
αναρίθμητοι, πάμπλουτοι, ευλογημένοι.
Οι φτωχοί! Κανείς δεν τους θέλει.
Τραβούν με δυσκολία το φορτίο τους,
μας προσβάλλουν,
για όλα είναι υπαίτιοι αυτοί,
μα δεν μπορούν να κάνουν κάτι -
πρέπει να αφανιστούν.
Έχουμε καταβάλει κάθε προσπάθεια΄
τους νουθετήσαμε,
τους ξορκίσαμε
και όταν δεν γινόταν κάτι άλλο,
τους εκβιάσαμε, τους απαλλοτριώσαμε τα πάντα, τους λεηλατήσαμε,
τους αφήσαμε να αιμορραγούν,
τους στήσαμε στον τοίχο.
Όμως καλά καλά δεν είχαμε κατεβάσει το τουφέκι,
δεν είχαμε καθίσει στις πολυθρόνες τους
και καταλάβαμε - δύσπιστοι
στην αρχή, μα στη συνέχεια ανακουφισμένοι -
πως ούτε κι εναντίον μας δεν είχε βγει κάποιο βοτάνι.
Σίγουρα, όλα τα συνηθίζει κανείς.
Ως την επόμενη φορά.

*

Το τσίγκινο πινάκι
Τα πάντα έχουν για τη φτώχεια ειπωθεί.
Πως είναι σκληροτράχηλη, πετσί, γλοιώδης.
Κανέναν άλλο πως δεν αφορά,
εκτός απ΄τους φτωχούς. Πως είναι πληκτική.
Τόσο εργατική, που δεν της μένει χρόνος
για πλήξη καν να παραπονεθεί.
Πως είναι όπως η βρωμιά. Όπου είναι πάτος,
εκεί βρίσκεται.
Είναι ενοχλητική, κολλητική, δύσοσμη.
Γίνεται αισθητή μέσω πανταχού παρουσίας.
Μοιάζει να είναι αιώνια
όπως τα θεϊκά προσωνύμια. Ελεήμονες
και άγιοι την αναζητούν. Οι μοναχοί
και οι μοναχές την έχουν μνηστευθεί.
Όλους τους άλλους, που μια ζωή
τρέχουν να της ξεφύγουν, τους προφταίνει
με το τσίγκινο πιάτο της
στην άλλη γωνιά.

*

Το πνεύμα του πατέρα

Κάποιες βραδιές κάθεται εδώ,
όπως παλιά, σκυμμένος ελαφρά,
σφυρίζοντας σιγανά στο τραπέζι
κάτω απ΄τη σιδερένια λάμπα.
Η πένα γρατζουνά
την επιφάνεια του χαρτιού
και ατάραχη, απερίσπαστη, περνά αφήνοντας
το μαύρο ίχνος της.
Κάποιες φορές με ακούει προσεκτικά
γέρνοντας το χιονόλευκο κεφάλι,
γελά αόριστα και συνεχίζει να τραβά γραμμές
σ΄εκείνο το υπέροχο σκαρίφημα,
που δεν μπορώ να καταλάβω,
που δεν θα ολοκληρώσει ποτέ.
Τον ακούω να σφυρίζει σιγανά.

*

Aποκάλυψη κι αυτό

Ηλεκτροφόρο ρίγος
διαπερνά βαθειά το νευροφυτικό,
όπως θροϊζει πέφτοντας
κάτι μεταξωτό.
Χημική τρικυμία στην ψυχή.
Και ύστερα, ο ασθενής αυτός σιγμός
στο σκοτάδι - σιγμός:
«αναπνευστικός ήχος
συριστικής σχεδόν μορφής».
Άπιαστο, φευγαλέο,
αναπάντεχο δώρο,
μια ένδειξη ανταπόκρισης
που δεν την αξίζει κανείς.
Ασύλληπτο,
αυτό που είναι τόσο εκλεκτό
στον γυμνό κώλο μιας γυναίκας.

*

Οδηγία προς το Σίσυφο

Αυτό που κάνεις είναι μάταιο. Εντάξει,
το έχεις καταλάβει, παραδέξου το –
όμως να μην συμβιβαστείς με αυτό,
άντρα με την πέτρα.
Κανένας δεν σε ευγνωμονεί. Του άργιλου οι γραμμές
που άκεφα τις γλύφει η βροχή,
σημειώνουν τον θάνατο. Μη χαίρεσαι νωρίτερα,
η ματαιότητα δεν είναι καριέρα.
Με μια δική τους τραγικότητα μιλούν στον ενικό
παιδιά τερατόμορφα, σκιάχτρα και μάντεις.
Σώπα. Αντάλλαξε μια λέξη με τον ήλιο,
όσο κυλά η πέτρα,
όμως μην ευχαριστηθείς με την λιγοθυμιά σου,
αλλά αύξησε την οργή στην γη μια οκά, ένα σπιρί.
Υπάρχει έλλειψη ανδρών
που θα βουβάνουν την ματαιότητα,
θα ξεριζώσουν την ελπίδα σαν χορτάρι
κυλώντας το γέλιο τους: το μέλλον,
κυλώντας την οργή τους στα βουνά.


*

Hοtel Fraternite 

Όποιος δεν έχει χρήματα για να αποκτήσει ένα νησί
όποιος μπροστά στον κινηματογράφο περιμένει την βασίλισσα του Σαβά
όποιος το τελευταίο του πουκάμισο ξεσχίζει από θυμό και πένθος
όποιος ένα περίστροφο κρύβει στο κουρελιασμένο παπούτσι του
όποιος τον εαυτό του αναγνωρίζει στο γυαλισμένο μάτι του εκβιαστή
όποιος στο καρουζέλ τρίζει τα δόντια
όποιος χύνει το κόκκινο κρασί στο σκληρό στρώμα
όποιος ανάβει φωτιά με γράμματα και φωτογραφίες
όποιος στην αποβάθρα κάθεται κάτω απ’ τους γερανούς
όποιος ταΐζει τον σκίουρο
όποιος δεν έχει φράγκο
όποιος τον εαυτό του ανακαλύπτει
όποιος χτυπά την πλάτη του στους τοίχους
όποιος ουρλιάζει
όποιος πίνει
όποιος είναι αργόσχολος
ο φίλος μου
κάθεται στις κορνίζες των παράθυρων
επάνω στο κρεβάτι, στην ντουλάπα,
ανακούρκουδα
με τα μάτια στραμμένα πάνω μου
ο αδελφός μου.

*

Ουτοπία

Με δύναμη μεγάλη η ημέρα προχωρά
μέσα στα σύννεφα χτυπά τις οπλές της
Ο γαλατάς παίζει σονάτες βροντώντας τις κανάτες του,
οι γαμπροί ανεβαίνουν από κυλιόμενες σκάλες στον ουρανό-
άγρια, με μεγάλη δύναμη κινούνται μαύρα και λευκά καπέλα.
Οι μέλισσες απεργούν. Στα σύννεφα
τραβούν πετάλι οι πληρεξούσιοι
και από της στέγης τους φεγγίτες οι πάπες κελαηδούν.
Κυριαρχούν συγκίνηση, πειράγματα και οι ζητωκραυγές.
Από σελίδες ισολογισμών φτιάχνονται ιστιοφόρα.
Ο καγκελάριος παίζει στους βόλους τα μυστικά κονδύλια με ένα κατεργάρη.
Η αγάπη επιτρέπεται από την αστυνομία.
Δίνεται αμνηστία σε όσους λένε την αλήθεια.
Οι φουρνάρηδες χαρίζουν κουλούρια στους μουσικούς.
Οι σιδεράδες πεταλώνουν τα γαϊδούρια με Σιδηρούς Σταυρούς.
Σαν μια ανταρσία ξεσπά η ευτυχία, όπως λιοντάρι-
οι τοκογλύφοι , ραντισμένοι με άνθη μηλιάς
και ραπανάκια, απολιθώνονται.
Σε χαλίκια κομμένοι στολίζουν σιντριβάνια και κήπους.
Παντού υψώνονται μπαλόνια,
ο στόλος των ηδονών στέκει υπ’ ατμόν.
- Επιβιβαστείτε, γαλατάδες, γαμπροί και κατεργάρηδες!
- Εμπρός! Με δύναμη μεγάλη
η ημέρα
προχωρά.

*

Ίχνη του μέλλοντος

 Τι με τραβά επίμονα εκτός από τον εαυτό μου
πάνω στις γέφυρες, στα ίχνη του μέλλοντος,
σαν ένα σαλιγκάρι, όπως σκυλί
με μάτια δεμένα
σκάβοντας για το πεπρωμένο
για την ίδια την στάχτη μας
για ό,τι δεν έχει ακόμη αναστηθεί
απ’ τις λακκούβες του χρόνου
κι ακόμη δεν έχει ελεεινά συντελεστεί;
Όμως οι λάμπες κιόλας το φωνάζουν,
στον αέρα θερμαίνεται μενεξεδί,
λυκόφως, αυτό το άρωμα.
Δεν θέλω να το υποφέρω
αυτό που εμείς αργά, αργά, αργά διαπράττουμε,
ο,τι σαν σύννεφα πυκνώνει κι όλο αυξάνεται-
Όχι , όχι,
από τα σπίτια να εξανεμιστεί,
από τον ουρανό να εκδιωχθεί,
Ό,τι δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί,
Να επανορθωθεί, να αναστραφεί-
Εγώ, ένα σαλιγκάρι, να κυνηγήσω την βροντή
Έγώ, με μάτια δεμένα: ένα ψιλόλιγνο σκυλί.

*

Εκπαιδευτικό ταξίδι

Λιμοκτονούν στην Πάτρα οι εκατομμυριούχοι
ο ουρανός είναι ένα γυάλινο καπέλο.
Το να τινάξει κάποιος το χαλί του
πάνω απ’ την Pont Alexandre Trois * είναι μια πράξη αξιόποινη.
Με ελάχιστα χρήματα εξαγοράζεται ένα νησί στο βορρά,
με πέντε δόντια από δύο φορές φιλιούνται μεταξύ τους στην Jerez*,
το καρουζέλ λέγεται αλογόμυλος στη Ολλανδία-
στην Ισπανία σβέλτος ξάδελφος.
Υπάρχουν χώρες χωρίς πόμολα κι άλλες δίχως σταφύλια
εδώ τα γραμματοκιβώτια είναι μπλε κι αλλού σαν κρόκος κίτρινα.
Στη Βενετία οι νεκροί κωπηλατούν στη λιμνοθάλασσα
με χείλη ραμμένα, όπως στο Burgbernheim* και στο Beverly Hills
και σαπίζουν στον κόλπο των Βάσκων και στο γυμνό καστιλιάνικο βυθό
παραμελημένα ποιήματα πάνω στη γλώσσα.
Αυτά εξερεύνησα και ακόμη περισσότερα μάζεψα ταξιδεύοντας.
Ω κόσμε, αληθινά οι δρόμοι σου έκπληξη προξενούν
γεμάτοι θάνατο και ξαφνικά γεμάτοι ταπητοξεσκονίστρες και τουλίπες.
Πόσο διδακτικό – διδακτικό να σε γυρίζω
με παλιές μπότες και κεφάλι κάθε μέρα λουσμένο.


Σ.τ.μ
*Γέφυρα του Αλεξάνδρου 3ου στο Παρίσι
*Αυτόνομη επαρχία της Ανδαλουσίας
*Προορισμός αναψυχής στη Νότια Γερμανία


*
Ο αιχμάλωτος

Διαποτισμένος στη σάρκα μου
είναι ένας άντρας με χέρια λιονταριού
με τρυφερά πελώρια μάτια,
αναπνέει στα οστά μου
ένας άντρας ηλικιωμένος
που δεν πεθαίνει,
ένα επίμονο παιδί
που δεν φοβάται,
βυθισμένος στο αίμα μου
ένας αιχμάλωτος που αγροικά,
διαποτισμένος στη σάρκα μου,
έχει υπομονή και προσμένει
και στέλνει χτύπους – σήματα
τρυφερός και πελώριος,
στα βουερά αυτιά μου.
Μένει μέσα σε βότσαλα καυτά
επίμονος σαν την πετροφιλιά*
που δεν φοβάται,
σκληρός και διαυγής όπως ο πάγος
που θα ελευθερωθεί
με λιονταρίσιο χέρι
και θα βγει σαν δίκαιη απόφαση,
σαν μέγας άνεμος
που δεν πεθαίνει
που αναπνέει στα οστά μου
και που θα τα τσακίσει.

*Θάμνος που φυτρώνει ανάμεσα και πάνω σε βράχια.

*
Χωρισμός

Ανάμεσα σε εσένα και σε εμένα
σχισμένος να είναι ο ουρανός,
σχισμένη ακόμη και η άσπρη σημαία
που τυλιγόμασταν στον ύπνο,
ωραία, πλάι πλάι ξεσηκωμένοι
και φουντωμένοι με μέλλον.
Ξημέρωσε Δευτέρα.
Να έρθει ένας άνεμος
και από τις κορυφές των δέντρων να χιμήξει
στην πράσινη μνήμη.
Να έρθει ένας χιονιάς
χωρίς καπνό πάνω απ’ το σπίτι,
σχισμένος κι ο χρόνος
κι ο ουρανός, ώστε να διαφεύγει
η κρύα καρτερική στάχτη
και πάνω στο κεφάλι σου να κατακάθεται
και στο δικό μου:
το σχισμένο χιόνι.
*
Memorandum

Από την καταιγίδα σκεβρωμένοι σαν φελλοί ησυχάζουμε
σε δύο δωμάτια του κόσμου σκοτεινά
ξεθωριάζοντας σαν την σχισμένη μας φωτογραφία
στων καναλιών το μάργαρο, όπως νεκροί
στα γυαλισμένα τους κουτιά, ξεχνώντας
σιγά σιγά ό ένας τον άλλο με μάτια ανοιχτά,
με δέρμα και μαλλιά – αρτηρίες,
κροτάφους και ωμοπλάτες,
κρυφακούοντας, όπως αφουγκράζονται οι νεκροί
και ακόμη, κάθε έξι λεπτά,
βουίζει από το ανοιχτό παράθυρο περνώντας η υπερταχεία
ακόμη και όπως τότε
και χωρίς ύπνο,
με τα θηλυκά των εφημερίδων
να συλλυπούνται κραυγαλέα τις ντόγιες του ουρανού
που έχουν ανοίξει:
ακόμη
κρυφακούοντας
μας γράφει η βροχή
κάτω απ’ τα μάτια τα στεγνά
δάκρυα.

*
Manhattan island

Όταν τα εμπορεύματα ζαρώσουν το νικελένιο μέτωπο,
κατειλημμένα όνειρα,
όταν σκουριάσουν παγώνοντας
ανάμεσα στα χέρια των αγοραστών,
θα είναι νέγροι εκεί για να τα κάψουν,
τη στάχτη σε μεγάλες βάρκες να γεμίσουν –
θα είναι νέγροι εκεί να μεταφέρουνε μακριά,
στο πέλαγο να την βουλιάξουν το πικρό.
Αν οι νεκροί βήχοντας καταλάβουν
πως είναι πεθαμένοι,
πως δεν γελά κανείς καλά με σάπια χείλη,
θα είναι λουλούδια εκεί,
λουλούδια από βερνίκι και χαρτί εφημερίδας,
τα μαύρα στόματα για να τους κλείσουν.
Ύστερα θα απελαθούν πέρα από τα ποτάμια
και τις πικρές τις γέφυρες
θα πρέπει να διαβούν.
Αν οι εξαπατημένοι αντιληφθούν
το μέγα ψέμα
και τον απαρηγόρητο θυμό τους αν σηκώσουν
σαν όπλο στον ώμο,
θα είναι γέλια εκεί –
θα πρέπει να τσαλαβουτούν ύστερα σαν αυτόχειρες
Μέσα από τα φαράγγια
Και από τις ατέλειωτες τις σκάλες διαφυγής
Στον κρύο και πικρό ουρανό να ανεβούν.
.
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις