Georg Heym, Οι τρελοί
Georg Heym, Οι τρελοί
Από χαρτί είναι τα στέμματα που τους στολίζουν,
Κι ορθά στα γόνατα κρατάνε σκήπτρα από κλαδιά,
Μακριοί λευκοί μανδύες που συσφίγγουν και γυρίζουν
Όπως βασιλική ερμίνα γύρω απ΄ την κοιλιά.
Μια ομάδα από Χριστούς σαν ψίθυρος πλανάται
Μες στους διαδρόμους σαν τις πεταλούδες τις λευκές,
Και σαν μεγάλοι κρίνοι γαντζωμένοι αναρριχάται
Γύρω απ΄ τα κάγκελα στις θλιβερές τους φυλακές.
Με τ΄ άλικα του πέλματα το γέρμα μέσα μπαίνει
Κι όπως δυο φώτα το χρυσό το γένι του παίρνει φωτιά.
Σε σκούρες κόχες είναι αυτοί στα πόδια καθισμένοι,
Κρυφά, στο σύθαμπο συναθροισμένοι, σαν παιδιά.
Του δειλινού η λάμψη τις γωνίες ως τα τρίσβαθα φωτίζει,
Γέλια ευφρόσυνα μέσα απ΄όλα τα κελιά τη χαιρετούν,
Κι αυτοί κρεμούν έξω τη γλώσσα τη φαρδιά που κοκκινίζει,
Απ΄το αχυρένιο στρώμα τους στο φως όταν κοιτούν.
Σέρνονται ύστερα σωρός - ποντίκια που ζαρώνουν -
Και μες σε βόμβο σαν τραγούδι σιγανό θα αποκοιμηθούν.
Του μακρινού τού σούρουπου οι φλόγες που πυρώνουν,
Στων μηνιγγιών τους τον καημό αγάλι θα σβηστούν.
Τον ήσυχο τον ύπνο τους γαλάζιο αργά κυκλώνει
Και στη σιγή πετά ελαφρά το φεγγαρίσιο φως.
Στα λεπτά χείλη - στη σκιά - ζυγιάζεται ,στεριώνει
Σαν θρόνος το χαμόγελο, λευκό όπως λωτός.
Μέχρι φωνές μελωδικές, λεπτές, απ΄το σκοτάδι
Μπρος στης καρδιάς τον πορφυρό ουρανό ν΄ανυψωθούν,
Και κόκκινα τα όνειρα, σαν ήλιος, μες το βράδυ,
Φτεροκοπώντας έρχονται μες στο αίμα τους να μπουν.
.
(Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης)
*
Die Irren
Papierne Kronen zieren sie. Sie tragen
Holzstöcke aufrecht auf den spitzen Knien.
Und ihre langen, weißen Hemden schlagen
Um ihren Bauch wie Königshermelin.
Ein Volk von Christussen, das leise schwebt
Wie große Schmetterlinge durch die Gänge,
Und das wie große Lilien rankt und klebt
Um ihres Käfigs schmerzliches Gestänge.
Der Abend tritt herein mit roten Sohlen,
Zwei Lichtern gleich entbrennt sein goldner Bart.
In dunklen Winkeln hocken sie verstohlen
Wie Kinder einst, in Dämmerung geschart.
Er leuchtet tief hinein in alle Ecken,
Aus allen Zellen grüßt ihn Lachen froh,
Wenn sie die roten, feisten Zungen blecken
Hinauf zu ihm aus ihres Lagers Stroh.
Dann kriechen sie wie Mäuse eng zusammen
Und schlafen unter leisem Singen ein.
Des fernen Abendrotes rote Flammen
Verglühen sanft auf ihrer Schläfen Pein.
Auf ihrem Schlummer kreist der blaue Mond,
Der langsam durch die stillen Säle fliegt.
Ihr Mund ist schmal, darauf ein Lächeln thront,
Das sich, wie Lotos weiß, im Schatten wiegt.
Bis leise Stimmen tief im Dunkel singen
Vor ihrer Herzen Purpur-Baldachin,
Und aus dem Äthermeer auf roten Schwingen
Träume, wie Sonnen groß, ihr Blut durchziehn.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου