Franz Hohler, Ποιήματα

Franz Hohler, Ποιήματα 

Αποτέλεσμα εικόνας για franz hohler


Turicum*

Η πρώτη είδηση
που φθάνει ως εμάς
απ΄τη Ζυρίχη
είναι
τον δεύτερο μετά Χριστό αιώνα
ο θάνατος ενός παιδιού
του μικρού
Λούκιου Αέλιου
ο πατέρας του ήταν ανώτατος Ρωμαίος φοροεισπράκτορας
το πρόβλημα του σίγουρα δεν ήταν τα λεφτά
είχε μια θέση, μια γυναίκα, φαγητό εν αφθονία
όμως ο γιος του
δεν μεγάλωσε περισσότερο
από 1 χρόνο 5 μήνες και 5 ημέρες
τη μητέρα του την έλεγαν Σεκουντίνα
και ο καημός της διαβάζεται
στην τελευταία πρόταση της επιτύμβιας στήλης
parentes dulcissimo filio
οι γονείς στον πολυαγαπημένο γιο
Σήμερα
είναι μονάχα 5 λεπτά με τα πόδια
από τα οχυρά του χρήματος
και τα καταστήματα των ανωτάτων φοροεισπρακτόρων
μέχρι αντίκρυ στην πλατεία Λίντενχοφ
που παίζουν
άντρες ηλικιωμένοι
σκάκι κάτω απ΄τα δέντρα
πότε πότε κοντοστέκεται ένας
όπως εγώ
διαβάζει ετούτη την επιγραφή
και σκέφτεται
πως κι αν στην πόλη αυτή
χτίζουν σπίτια, ανοίγουν σήραγγες - τρύπες ή ξαφρίζουν
ώσπου να είναι ολόκληρη από χρυσό, γυαλί και ατσάλι
στα θεμέλια της θα βρίσκεται
ένα νεκρό παιδί
κι ένα πένθος
που αρκεί
για αιώνες.
.
(*Σ.τ. μ: Η ρωμαϊκή ονομασία της Ζυρίχης)


*
Η άχρηστη

Καιρό
θα έπρεπε
να έχω ήδη κόψει την τούγια
μπρος στο παράθυρό μου
όλοι που ξέρουν από κήπο
μου το λένε
ψήλωσε απότομα πολύ
για τα χρόνια της
και τώρα προεξέχει
γέρικη και αραιή
μέχρι το δεύτερο όροφο
τρώει το χώμα και το φως
όμως σε τίποτα δεν ωφελεί.
Κάθεται τώρα ένα ψαρόνι
σε ένα της κλαδί
ψειρίζεται
χτυπά κατόπιν τα φτερά του
και υποδέχεται κελαηδιστά το πρωί
αν έλειπε η τούγια
θα έπρεπε να κάθεται αλλού
σκέφτομαι
και χαίρομαι
που ειδικά εδώ
χτυπά το πουλί τα φτερά του
και τραγουδά
στο ξερό αυτό κλαδί
που κινείται ελαφρά
σ΄ένα δέντρο
που σε τίποτα δεν ωφελεί.

*
Για την σωστή χρήση του χρόνου

Δεν σε συνόδευσα
σήμερα το πρωί
στο σταθμό
είχα να κάνω πολλά
και την χρειαζόμουν οπωσδήποτε
τη μισή ώρα.
Καλά καλά δεν είχες όμως φύγει
καθόμουνα εδώ
και ήμουν
μια ώρα ολόκληρη θλιμμένος.

*
Σινιάλο
Επάνω στην αετοράχη
στέκεται ένας
και ανεμίζει
μια δάδα
πέρα δώθε
ώστε η νύχτα
φωτίζεται
μια φευγαλέα στιγμή
με κόκκινες σπίθες.
Η δάδα είμαι εγώ.
Αυτός που την κουνά
είναι ο θάνατος.

*
Περί – πτώσης

Κάποιος, δηλαδή εγώ, διέσχιζε αποφασιστικά μια πλατεία στην Βασιλεία, μόλις λίγα λεπτά ακόμα απόσταση από το μέρος που σκόπευε να επισκεφθεί, γιατί είχε ένα ραντεβού. Το βήμα του δεν ήταν βεβιασμένο έχοντας όμως ωστόσο ευθύ προσανατολισμό, και δεν προχωρούσε επίσης περιδιαβάζοντας, όπως για παράδειγμα εκείνη η εντυπωσιακά ωραία γυναίκα, την οποία είχε μόλις προσπεράσει. Ο Κάποιος ήταν κεφάτος, επειδή εκεί που θα πήγαινε ήταν ευπρόσδεκτος, και θα πρέπει να ήταν μάλλον η ευθυτενής, γεμάτη προσδοκία - όπως πιστεύει ο ίδιος - ματιά του, που τον έκανε να μην προσέξει τη μικρή προεξοχή που πάνω της σκόνταψε περνώντας με το δεξί του πόδι. Δεν την είχε δει, γιατί εσφαλμένα είχε την εντύπωση, ότι βάδιζε πάνω σε μια πλακόστρωτη πλατεία κι όχι σε ένα πεζοδρόμιο. Και να όμως που τώρα εφαρμόστηκαν επάνω του εντός δευτερολέπτων και ανηλεώς οι νόμοι της φυσικής. Η φυγόκεντρος και η κεντρομόλος δύναμη έριζαν μεταξύ τους για χατίρι του τραβώντας τον μπροστά και πίσω, πάνω και κάτω, ενώ ο μόλις προ ολίγου άνετος και κανονικός βηματισμός του μετεβλήθη σε ένα τράνταγμα και δίπλωμα του κορμιού, σε ένα νανώδη χορό, μέσω του οποίου εκσφενδονίστηκε ο σκούφος από το κεφάλι του, ενώ ο ίδιος υποχρεώθηκε να πέσει στα γόνατα εξαιτίας των εντόνως παρεκκλινόντων δυνάμεων και, όσο εκείνος μετά βίας πάσχιζε πάλι να ανυψωθεί και να ανακτήσει την χαμένη του αξιοπρέπεια, η ωραία νεαρή γυναίκα έπιασε σκύβοντας τον σκούφο του και του τον παρέδωσε χαμογελώντας, έτσι όπως κάποιος προσφέρει κάτι σε έναν ανάπηρο, πριν – έχοντας την τσάντα περασμένη στον ώμο – συνεχίσει τη βόλτα της και αυτόν, εκείνον τον Κάποιον, εμένα δηλαδή, να τον προσπεράσει αφήνοντάς τον με ένα οξύ πόνο στον αστράγαλο ωσάν ένα ξαφνικά υπερήλικα, ο οποίος συνειδητοποίησε πάραυτα, ότι αυτό το ατυχές βήμα τον απομάκρυνε χιλιόμετρα από το ραντεβού του, απωθώντας ταυτόχρονα επίσης και όλα τα άλλα του ραντεβού προς μια αβέβαιη, απειλητική απόσταση και ότι το ρήμα «περπατώ» είχε άμεσα εκδιωχθεί από το λεξιλόγιό του, ακόμα δε περισσότερο, ότι είχε κατασταλεί μέσω μιας συμμορίας ουσιαστικών, των οποίων οι αλητήριοι αρχηγοί ονομάζονταν «ατύχημα» και «επείγον», ενώ ένας τρίτος, ο οποίος χασκογελούσε ηλίθια, αυτοαποκαλείτο «σύμπτωση». Τότε όλοι αυτοί προχώρησαν προς το μέρος του Κάποιου και του είπαν, υποβαστάζοντας τον αριστερά και δεξιά κάτω από τις μασχάλες, ότι τον περίμεναν ήδη καιρό να φανεί.

*
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις