Τέσσερα γερμ. δημοτικά τραγούδια
Τέσσερα γερμ. δημοτικά τραγούδια
Οι σκέψεις είναι ελεύθερες
Οι σκέψεις είναι ελεύθερες, πουλιά!
Τάχα πόσοι τις σκέψεις μαντεύουν;
Αόρατες μες στη νυχτιά, στη σιγαλιά
σαν ίσκιοι γλιστρούν, δραπετεύουν.
Μένουν πάντα κρυφές,
δεν τις βρίσκουν οι σφαίρες,
δεν τις πνίγει θηλιά -
είναι σαν τα πουλιά!
Συλλογίζομαι ό,τι ζητώ
στη μορφή που η σκέψη του δίνει:
ευχαρίστηση ή ό, τι είν΄αυτό
παραμένει κρυφό στου μυαλού τη γαλήνη.
Δυνατή πεθυμιά που δεν έχει μιλιά
και κανείς δεν μου κλέβει ούτ΄εκείνη -
όλα μένουν εκεί, στην κρυμμένη φωλιά:
είναι σκέψεις, πετούν σαν πουλιά!
Κι αν με κλείσουν βαθειά
να μη βλέπω τ΄αστέρια
σ΄ένα υπόγειο μουντό
και μου δέσουν τα χέρια,
μάταια είν΄όλα αυτά
τα ανθρώπινα έργα:
σπάνε οι σκέψεις δεσμά
και γκρεμίζουν τα τείχη,
δεν φοβούνται θηλιά -
είναι σαν τα πουλιά!
Αγνώστου, 1780 ( Το τραγούδι έχει αποδοθεί στα Ελληνικά)
Πρόκειται για ένα από τα πιο δημοφιλή και αγαπητά τραγούδια στον γερμανόφωνο χώρο. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά δημοσιευμένο σε πολιτικές προκηρύξεις το έτος 1780 στην Νότια Γερμανία, ωστόσο ο ιδεολογικός του πυρήνας είναι ήδη γνωστός σε στιχουργήματα που έχουν τις ρίζες τους στον 13Ο αιώνα.
Συναντάται σε πολλές παραλλαγές με μεγαλύτερη ή μικρότερη εννοιολογική απόκλιση στους στίχους, και αριθμό στροφών που κυμαίνεται μεταξύ τριών και έξι.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι από τον καιρό της δημιουργίας του μέχρι σήμερα, σε εποχές πολιτικής καταπίεσης και ανελευθερίας, απετέλεσε έκφραση αντίστασης, καθώς ενσαρκώνει τον πόθο για ελευθερία και ανεξαρτησία.
*
Tο βράδυ και πάλι πλησιάζει
Το βράδυ και πάλι πλησιάζει:
σιγή και ειρήνη
χωράφια και δάση σκεπάζει,
στον κόσμο γαλήνη.
Το ρυάκι μονάχα ψηλά
στο βράχο πιο πέρα
αφρίζει, συνέχεια κυλά
και νύχτα και μέρα.
Ανήσυχο και βουερό
κι ας πέφτει σκοτάδι,
καμπάνας αχός στο νερό
δεν φέρνει ειρήνη το βράδυ.
Και η καρδιά μου όταν σβήνει,
ίδια θα΄ναι αγριεμένη,
γιατί μόνο ο Θεός της δίνει,
την ειρήνη που προσμένει.
Ηoffmann von Fallersleben (1798 – 1874), 1837
Το τραγούδι είναι επηρεασμένο από την αρχαία ελληνική μυθολογία, από τον μύθο του Ύπνου και του αδελφού του, του Θανάτου. Σχετικές αναφορές βρίσκουμε ήδη στους στίχους του Φρειδερίκου Λόγκαου, ποιητή της εποχής του Μπαρόκ: «Ο θάνατος είναι ένας αιώνιος ύπνος και ο ύπνος ένας σύντομος θάνατος. Ο δεύτερος σου προσφέρει ξεκούραση, ενώ ο πρώτος σβήνει οριστικά τα βάσανα της ζωής».
Αυτή η άποψη πέρασε στα νανουρίσματα και τα εσπερινά τραγούδια του 19ΟΥ αιώνα: Ο ύπνος δεν αποτελεί μόνο μια μετάβαση σε μια κατάσταση μακαριότητας, αλλά βιώνεται και ως ένα εν δυνάμει επικίνδυνο στάδιο. Έτσι η νυχτερινή προσευχή αποτελεί επίκληση προστασίας κατά τη διάρκεια εκείνου το χρονικού διαστήματος , το οποίο ακόμα και στην χριστιανική αντίληψη, είναι η ώρα, στην οποία καιροφυλακτούν δυνάμεις σκοτεινές, όπως για παράδειγμα ο διάβολος. Ως φύλακες καλούνται οι γονείς, δυνάμεις υπερφυσικές, όπως άγγελοι ή ακόμα και ο ίδιος ο Θεός. Η ίδια αντίληψη διοχετεύθηκε ακολούθως και στα παιδικά τραγούδια της συγκεκριμένης εποχής.
*
Το τριανταφυλλάκι
Τριαντάφυλλο άγριο
είδε ένα αγοράκι
που έλαμπε στο πρωινό
τρυφερό και πορφυρό.
Να το αγγίξει χαρωπό
τρέχει το παιδάκι.
Κόκκινο τριαντάφυλλο,
τριανταφυλλάκι.
«Θα σε κόψω, δε βαστώ,
άγριο λουλουδάκι».
«Αν με κόψεις, σου κεντώ
το μικρό χεράκι,
για να δεις ποιος είμαι εγώ
που δεν θέλω να πονώ».
Άγριο τριαντάφυλλο,
τριανταφυλλάκι.
Κόβει το τριαντάφυλλο
το ζωηρό αγοράκι.
Κι ας φωνάζει κι ας χτυπά
το τριανταφυλλάκι,
αχ και βαχ δεν βοηθά,
υποφέρει και πονά
το άγριο λουλουδάκι.
Κόκκινο τριαντάφυλλο,
τριανταφυλλάκι.
Johann Wolfgang von Goethe (1749-1832), 1770
Η παρούσα απόδοση του ποιήματος προσαρμόστηκε στο πρότυπο της ήδη από παλιά γνωστής στην Ελλάδα μετάφρασης του Άγγελου Βλάχου, η οποία, μολονότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υπερβολικά ελεύθερη, αφού έχει απομακρυνθεί κατά πολύ από το πρωτότυπο, απεικονίζει με αρκετά επιτυχημένο τρόπο την ατμόσφαιρα που θα όφειλε να έχει ένα παιδικό τραγούδι και ακολουθεί επίσης μετρικά την μελοποίηση των στίχων από τον Φραντς Σούμπερτ.
Το ποίημα βασίζεται στο τραγούδι «Μοιάζεις με τριανταφυλλιά», το οποίο δημοσιεύθηκε από τον Πάουλ φον ντερ Ελστ το 1602. Ο Γκαίτε συνέθεσε το παραπάνω ποίημα γύρω στα 1770 κατά την διάρκεια των σπουδών του στο Στρασβούργο, εποχή στην οποία διατηρούσε μια σύντομη, αλλά έντονη ερωτική σχέση με την Φρειδερίκη Μπριόν, κόρη ιερέα. Στην ίδια είναι αφιερωμένο επίσης και το ποίημα.
Μια παρόμοια εκδοχή του ποιήματος δημοσίευσε το 1773 ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ, ο οποίος, όπως ο ίδιος αναφέρει στα σχόλια της έκδοσης, εμπνεύστηκε για την συγγραφή του από την «προφορική παράδοση».
Η σχέση μεταξύ των δυο αυτών ποιητικών παραλλαγών δεν είναι ξεκάθαρη, μια και ο Γκαίτε δημοσίευσε μόλις το 1789 τους δικούς του στίχους, αρκετά χρόνια δηλαδή μετά την αντίστοιχη δημοσίευση του Χέρντερ, ο οποίος όμως είχε έλθει σε επαφή με τον Γκαίτε στο Στρασβούργο, όπου διέμενε μεταξύ των ετών 1770 - 1773.
*
Ο μύλος που τρίζει
Πλάι στο γάργαρο ρέμα
τρίζει ο μύλος, γυρίζει
τρικ τρακ - τρικ τρακ
και ο μυλωνάς τη νύχτα
δεν κοιμάται, αλωνίζει.
τρικ τρακ - τρικ τρακ
Θα αλέσουνε τους σπόρους
τα νερά που πέφτουν κρύα,
θα ευωδιάσει το ψωμάκι
κι άλλη δεν θα έχεις χρεία.
τρικ τρακ - τρικ τρακ
Για κοίτα λοιπόν, τι σβέλτα
ο νερόμυλος γυρίζει
τρικ τρακ - τρικ τρακ
και αλέθει το σταράκι.
Το αλεύρι, πώς ασπρίζει!
τρικ τρακ - τρικ τρακ
Θα το πλάσουμε να γίνει
καρβελάκια, λιχουδιές
που αρέσουν στα παιδάκια
οι γλυκές τους μυρωδιές.
τρικ τρακ - τρικ τρακ
Αν καρπίσει το χωράφι
και πετύχει η σπορά,
τρικ τρακ - τρικ τρακ
τότε ο μύλος θα γυρίζει
το φτερό του ζωηρά.
τρικ τρακ - τρικ τρακ
Και ψωμί αν μας χαρίζει
ο Θεός ο στοργικός,
δεν θα υπάρχει άλλη ανάγκη,
ούτε ο φόβος ο κακός.
τρικ τρακ - τρικ τρακ
Ernst Anschütz (1780-1861), 1824
Οι στίχοι του τραγουδιού αποδίδονται στον δάσκαλο Έρνστ Άνσυτς. Το ποίημα γράφτηκε γύρω στο 1824 και δημοσιεύθηκε λίγο αργότερα στο Τετράδιο Ωδικής της εποχής για σχολική χρήση.
Πρόκειται για ένα από τα πολλά γερμανικά τραγούδια του 19ου αιώνα με θέμα τους νερόμυλους και τους μυλωνάδες, με την διαφορά ότι το συγκεκριμένο εμπνέεται και τονίζει το μοτίβο του «επιούσιου άρτου», όπως αυτό μας είναι γνωστό από την αντίστοιχη εκκλησιαστική δέηση.
*
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου